φθεγκτός: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, [[φωνητικός]], ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός. | |lstext='''φθεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, [[φωνητικός]], ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui rend un son.<br />'''Étymologie:''' [[φθέγγομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of being sounded, Plu.2.1017f.
German (Pape)
[Seite 1270] adj. verb. von φθέγγομαι, lautend, tönend, einen Ton, Klang habend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φθεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, φωνητικός, ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― ὡσαύτως παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui rend un son.
Étymologie: φθέγγομαι.