σκῶλος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῶλος''': ὁ, ὡς τὸ [[σκόλοψ]], [[πάσσαλος]] ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», [[ὥστε]] σκ. [[πυρίκαυστος]] Ἰλ. Ν. 564· [[ὡσαύτως]], [[ἄκανθα]], [[κέντρον]] («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13). | |lstext='''σκῶλος''': ὁ, ὡς τὸ [[σκόλοψ]], [[πάσσαλος]] ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», [[ὥστε]] σκ. [[πυρίκαυστος]] Ἰλ. Ν. 564· [[ὡσαύτως]], [[ἄκανθα]], [[κέντρον]] («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu, poteau;<br /><b>2</b> épine, piquant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκόλοψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,= σκόλοψ,
A pointed stake, ὥς τε σ. πυρίκαυστος Il.13.564: also, thorn, prickle, Ar.Lys.810, Call.Fr.7.1 P. 2 metaph., evil, ruin, LXX 2 Ch.28.23. 3 = δρέπανον, Hsch.
σκῶλος, εος, τό, dub. sens. in BGU40.13 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.
Greek (Liddell-Scott)
σκῶλος: ὁ, ὡς τὸ σκόλοψ, πάσσαλος ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», ὥστε σκ. πυρίκαυστος Ἰλ. Ν. 564· ὡσαύτως, ἄκανθα, κέντρον («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pieu, poteau;
2 épine, piquant.
Étymologie: cf. σκόλοψ.