συμπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεραίνω''': βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τελείωσιν ἢ ἐκτέλεσιν, [[ὁμοῦ]] [[περαίνω]], συναποτελειώνω, τι Εὐρ. Μήδ. 886, Ἰσοκρ. 76C. ― Μέσ., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν, συγκοινωνῶ τῆς ἔχθρας μετά τινος, Δημ. 281, 27· σ. ἀπέραντα Λουκ. Φιλοψ. 9. ― Παθητ., συγχρόνως ἐκτελοῦμαι, τὰ ξυμπερανθέντα τάχη (;) ΙΙ. [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἀποφασίζω, σ. φροντίδα, [[κάμνω]] ἀπόφασιν, Εὐρ. Μήδ. 341· σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 4 κλῇθρα μοχλοῖς σ., [[ἐξασφαλίζω]] ἐπὶ πλέον τὰς θύρας διὰ μοχλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 1551. ― Παθ., φέρομαι εἰς [[πέρας]] ἐντελῶς, ἀποτελειώνομαι, Πλάτ. Τίμ. 39D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 30. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, μέσ., συμπεραίνεσθαι, συνάγειν λογικὸν [[συμπέρασμα]] ἐκ δεδομένων προτάσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 5, 1, Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 4. ― Παθητ., συμπεραίνομαι, συνάγομαι ὡς [[συμπέρασμα]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 3, 4· τὸ συμπερανθέν, τὸ ἐξαχθὲν [[συμπέρασμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 8· ἔστι συμπεπερασμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 3· σ. τι κατά τινος [[αὐτόθι]] 2. 19, 2. ΙΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐκτείνομαι ἐξ ἴσου [[μακράν]], ἔχω τὰ αὐτὰ πέρατα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 388.
|lstext='''συμπεραίνω''': βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τελείωσιν ἢ ἐκτέλεσιν, [[ὁμοῦ]] [[περαίνω]], συναποτελειώνω, τι Εὐρ. Μήδ. 886, Ἰσοκρ. 76C. ― Μέσ., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν, συγκοινωνῶ τῆς ἔχθρας μετά τινος, Δημ. 281, 27· σ. ἀπέραντα Λουκ. Φιλοψ. 9. ― Παθητ., συγχρόνως ἐκτελοῦμαι, τὰ ξυμπερανθέντα τάχη (;) ΙΙ. [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἀποφασίζω, σ. φροντίδα, [[κάμνω]] ἀπόφασιν, Εὐρ. Μήδ. 341· σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 4 κλῇθρα μοχλοῖς σ., [[ἐξασφαλίζω]] ἐπὶ πλέον τὰς θύρας διὰ μοχλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 1551. ― Παθ., φέρομαι εἰς [[πέρας]] ἐντελῶς, ἀποτελειώνομαι, Πλάτ. Τίμ. 39D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 30. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, μέσ., συμπεραίνεσθαι, συνάγειν λογικὸν [[συμπέρασμα]] ἐκ δεδομένων προτάσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 5, 1, Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 4. ― Παθητ., συμπεραίνομαι, συνάγομαι ὡς [[συμπέρασμα]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 3, 4· τὸ συμπερανθέν, τὸ ἐξαχθὲν [[συμπέρασμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 8· ἔστι συμπεπερασμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 3· σ. τι κατά τινος [[αὐτόθι]] 2. 19, 2. ΙΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐκτείνομαι ἐξ ἴσου [[μακράν]], ἔχω τὰ αὐτὰ πέρατα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 388.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aider à mener à terme, à accomplir, acc.;<br /><b>2</b> mener complètement à terme, achever complètement, mettre fin à, acc.;<br /><b>3</b> conclure : συμπεραίνεται ARSTT il s’ensuit;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπεραίνομαι unir, associer : ἔχθραν [[πρός]] τινα συμπεραίνεσθαί τινι DÉM s’associer avec une personne dans un sentiment de haine contre une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περαίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεραίνω Medium diacritics: συμπεραίνω Low diacritics: συμπεραίνω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: symperaínō Transliteration B: symperainō Transliteration C: symperaino Beta Code: sumperai/nw

English (LSJ)

   A accomplish jointly, τι Isoc.4.171, v.l.in E.Med.887:— Med., συμπεραναμένων τῶν . . συνεργῶν αὐτῷ τὴν πρὸς Θηβαίους ἔχθραν had effectually helped him to create the ill-feeling, D.18.163; ἀπέραντα ξυμπεραίνῃ Luc.Philops.9:—Pass., to be accomplished simultaneously, τὰ συμπερανθέντα τάχη Pl.Ti.39d.    2 finish, work out, ἐπειδὰν συμπεράνωμεν (-αίνωμεν codd.) τὸν . . λόγον Gal.6.214:—Pass., ib.15.    II decide or conclude absolutely, ξ. φροντίδα make up one's mind, E.Med.341; σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Arist.Mu.401b21; κλῇθρα μοχλοῖς make the doors doubly sure by bars, E.Or.1551 (troch.); ὁ συμπεραίνων (sc. ἀριθμός) the last counted, in a series, Speus. ap. Theol.Ar.62:—Pass., to be quite finished, X.Cyr.6.1.31.    2 in Logic, Med. συμπεραίνεσθαι conclude syllogistically, draw conclusions, Arist.APr.57b20, EN1094b22:—Pass., to be so concluded, Id.Ph.186a24; τὸ συμπερανθέν the conclusion drawn, Id.EN1146a26; ἔστω συμπεπερασμένον Id.APr.42a8; σ. τι κατά τινος ib.66a38.    III intr. in Act., extend equally far, Id.HA541a2.

German (Pape)

[Seite 986] mit vollenden; ξυμπερᾶναι φροντίδα, Eur. Med. 341, κλεῖθρα συμπεραίνοντες μοχλοῖς, Or. 1551, d. i. Schlösser mit den Riegeln fest verschließen; τὰ πρὸς ἄλληλα ξυμπερανθέντα τάχη, Plat. Tim. 39 d; Xen. Cyr. 6, 1, 31; Isocr. 4, 170, nach Bekker für die vulg. διαπερ.; τὴν ἐλευθερίαν, Plut. Dem. 19; – συμπεραίνεται, in der Logik, es ergiebt sich, folgt daraus. – Med., ἔχθραν πρός τινος συμπεραίνεσθαι, Einem von Jemandes Seite Feindschaft zuziehen, Dem. 18, 163.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεραίνω: βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τελείωσιν ἢ ἐκτέλεσιν, ὁμοῦ περαίνω, συναποτελειώνω, τι Εὐρ. Μήδ. 886, Ἰσοκρ. 76C. ― Μέσ., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν, συγκοινωνῶ τῆς ἔχθρας μετά τινος, Δημ. 281, 27· σ. ἀπέραντα Λουκ. Φιλοψ. 9. ― Παθητ., συγχρόνως ἐκτελοῦμαι, τὰ ξυμπερανθέντα τάχη (;) ΙΙ. φέρω εἰς πέρας, ἀποφασίζω, σ. φροντίδα, κάμνω ἀπόφασιν, Εὐρ. Μήδ. 341· σ. καὶ κλώθειν ἑκάστῳ τὰ οἰκεῖα Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 4 κλῇθρα μοχλοῖς σ., ἐξασφαλίζω ἐπὶ πλέον τὰς θύρας διὰ μοχλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 1551. ― Παθ., φέρομαι εἰς πέρας ἐντελῶς, ἀποτελειώνομαι, Πλάτ. Τίμ. 39D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 30. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, μέσ., συμπεραίνεσθαι, συνάγειν λογικὸν συμπέρασμα ἐκ δεδομένων προτάσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 5, 1, Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 4. ― Παθητ., συμπεραίνομαι, συνάγομαι ὡς συμπέρασμα, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 3, 4· τὸ συμπερανθέν, τὸ ἐξαχθὲν συμπέρασμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 8· ἔστι συμπεπερασμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 3· σ. τι κατά τινος αὐτόθι 2. 19, 2. ΙΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐκτείνομαι ἐξ ἴσου μακράν, ἔχω τὰ αὐτὰ πέρατα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 388.

French (Bailly abrégé)

1 aider à mener à terme, à accomplir, acc.;
2 mener complètement à terme, achever complètement, mettre fin à, acc.;
3 conclure : συμπεραίνεται ARSTT il s’ensuit;
Moy. συμπεραίνομαι unir, associer : ἔχθραν πρός τινα συμπεραίνεσθαί τινι DÉM s’associer avec une personne dans un sentiment de haine contre une autre.
Étymologie: σύν, περαίνω.