τελεόμηνος: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελεόμηνος''': -ον, ὁ [[τέλειος]] ὡς πρὸς τὸν ἀπαιτούμενον ἀριθμὸν τῶν μηνῶν, ὁ συμπληρώσας τὸ δωδεκάμηνον [[διάστημα]] τοῦ ἔτους, [[ὁπότε]] [[τελεόμηνος]] ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, [[ὁπότε]] [[ἤθελον]] τελειώσῃ τὰ [[δώδεκα]] ἐκ τελείων μηνῶν ἔτη, Σοφ. Τρ. 824· [[τέκνον]] τ., γεννηθὲν [[μετὰ]] συμπλήρωσιν τοῦ ὡρισμένου ἀριθμοῦ μηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 20.
|lstext='''τελεόμηνος''': -ον, ὁ [[τέλειος]] ὡς πρὸς τὸν ἀπαιτούμενον ἀριθμὸν τῶν μηνῶν, ὁ συμπληρώσας τὸ δωδεκάμηνον [[διάστημα]] τοῦ ἔτους, [[ὁπότε]] [[τελεόμηνος]] ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, [[ὁπότε]] [[ἤθελον]] τελειώσῃ τὰ [[δώδεκα]] ἐκ τελείων μηνῶν ἔτη, Σοφ. Τρ. 824· [[τέκνον]] τ., γεννηθὲν [[μετὰ]] συμπλήρωσιν τοῦ ὡρισμένου ἀριθμοῦ μηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 20.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a son nombre de mois révolu.<br />'''Étymologie:''' [[τέλεος]], [[μήν]]².
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεόμηνος Medium diacritics: τελεόμηνος Low diacritics: τελεόμηνος Capitals: ΤΕΛΕΟΜΗΝΟΣ
Transliteration A: teleómēnos Transliteration B: teleomēnos Transliteration C: teleominos Beta Code: teleo/mhnos

English (LSJ)

ον,

   A with full complement of months, τ. ἄροτος, i.e. a full twelvemonth, S.Tr.824 (lyr.); τέκνα τ. children born after the full number of months, Arist.HA585a20.

German (Pape)

[Seite 1085] mit vollen, vollendeten Monden; ἄροτος, das durch die wiederkehrende Pflügezeit bezeichnete Jahr, Soph. Tr. 824; – τέκνον, ein vollkommen reifes, ausgetragenes Kind, das seine volle Zahl von Monaten hat, Arist. H. A. 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

τελεόμηνος: -ον, ὁ τέλειος ὡς πρὸς τὸν ἀπαιτούμενον ἀριθμὸν τῶν μηνῶν, ὁ συμπληρώσας τὸ δωδεκάμηνον διάστημα τοῦ ἔτους, ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, ὁπότε ἤθελον τελειώσῃ τὰ δώδεκα ἐκ τελείων μηνῶν ἔτη, Σοφ. Τρ. 824· τέκνον τ., γεννηθὲν μετὰ συμπλήρωσιν τοῦ ὡρισμένου ἀριθμοῦ μηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a son nombre de mois révolu.
Étymologie: τέλεος, μήν².