σμῆνος: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σμῆνος''': Δωρ. σμᾶνος, εος, τό, = [[σίμβλος]], [[κυψέλη]] μελισσῶν, «κρηνί», Λατ. alveare, σμήνεσσι (διάφ. γραφ. σίμβλοισι) κατηρεφέεσσι Ἡσ. Θ. 594, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 552C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 4 κἑξ.· - ἐν τῷ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 16, σμήνη, ἡ. ΙΙ. συνήθως = [[ἑσμός]], [[πλῆθος]] μελισσῶν, ἓν ὅλον [[βασίλειον]] ἐξ αὐτῶν, σμ. ὡς μελισσῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 293D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 44, κ. ἀλλ.· ἐπὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 425· ἐπὶ τῶν κερασφόρων σφηκῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. 2) [[καθόλου]], μέγα [[πλῆθος]], βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμ. Σοφ. Ἀποσπ. 693· [[οἷον]] σοφιστῶν σμ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2· σμ. θεῶν, τῶν Νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 297· καὶ μεταφορ., τὸ τῶν ἡδονῶν σμ., σμ. τι ἀρετῶν Πλάτ. Πολ. 574D, Μένων 72Α· ἀποικιῶν σμήνη Ἀριστείδ. 1. 115· - ὁ πληθ., σμῆνα μελισσάων ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 96Β. | |lstext='''σμῆνος''': Δωρ. σμᾶνος, εος, τό, = [[σίμβλος]], [[κυψέλη]] μελισσῶν, «κρηνί», Λατ. alveare, σμήνεσσι (διάφ. γραφ. σίμβλοισι) κατηρεφέεσσι Ἡσ. Θ. 594, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 552C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 4 κἑξ.· - ἐν τῷ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 16, σμήνη, ἡ. ΙΙ. συνήθως = [[ἑσμός]], [[πλῆθος]] μελισσῶν, ἓν ὅλον [[βασίλειον]] ἐξ αὐτῶν, σμ. ὡς μελισσῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 293D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 44, κ. ἀλλ.· ἐπὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 425· ἐπὶ τῶν κερασφόρων σφηκῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. 2) [[καθόλου]], μέγα [[πλῆθος]], βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμ. Σοφ. Ἀποσπ. 693· [[οἷον]] σοφιστῶν σμ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2· σμ. θεῶν, τῶν Νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 297· καὶ μεταφορ., τὸ τῶν ἡδονῶν σμ., σμ. τι ἀρετῶν Πλάτ. Πολ. 574D, Μένων 72Α· ἀποικιῶν σμήνη Ἀριστείδ. 1. 115· - ὁ πληθ., σμῆνα μελισσάων ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 96Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> ruche;<br /><b>2</b> essaim d’abeilles <i>ou</i> de guêpes ; <i>p. ext.</i> essaim, multitude <i>en parl. de <i>pers.</i> ou de choses</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot i.-e., mais sans étym. σμῆ-νος. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. σμᾶνος Theoc.1.107, εος, τό,
A beehive, σμήνεσσι κατηρεφέεσσι Hes. Th.594, cf. IG12.326.15, Pl.R.552c, Arist.HA624a6 sq. II swarm of bees, σ. ὣς μελισσᾶν A.Pers.128 (lyr.), cf. Pl.Plt. 293d, Arist.HA627b15, al.; of wasps, Ar.V.425; of ἀνθρῆναι, Arist. HA629a7. 2 generally, swarm, crowd, βομβεῖ δὲ νεκρῶν σ. S.Fr. 879; οἷον σοφιστῶν σ. Cratin.2; σ. θεῶν, of the clouds, Ar.Nu.297: metaph., τὸ τῶν ἡδονῶν σ., σ. τι ἀρετῶν, Pl.R.574d, Men.72a; ἀποικιῶν σμήνη Aristid.1.115 J.: heterocl. pl., σμῆνα μελισσάων Orac. ap. Plu. 2.96b. [pl. written ζμήνη, PCair.Zen.151.4 (iii B.C.).]
German (Pape)
[Seite 910] τό, 1) der Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der Bienenschwarm, μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der Schwarm : θεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf.
Greek (Liddell-Scott)
σμῆνος: Δωρ. σμᾶνος, εος, τό, = σίμβλος, κυψέλη μελισσῶν, «κρηνί», Λατ. alveare, σμήνεσσι (διάφ. γραφ. σίμβλοισι) κατηρεφέεσσι Ἡσ. Θ. 594, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 552C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 4 κἑξ.· - ἐν τῷ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 16, σμήνη, ἡ. ΙΙ. συνήθως = ἑσμός, πλῆθος μελισσῶν, ἓν ὅλον βασίλειον ἐξ αὐτῶν, σμ. ὡς μελισσῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 293D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 44, κ. ἀλλ.· ἐπὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 425· ἐπὶ τῶν κερασφόρων σφηκῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. 2) καθόλου, μέγα πλῆθος, βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμ. Σοφ. Ἀποσπ. 693· οἷον σοφιστῶν σμ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2· σμ. θεῶν, τῶν Νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 297· καὶ μεταφορ., τὸ τῶν ἡδονῶν σμ., σμ. τι ἀρετῶν Πλάτ. Πολ. 574D, Μένων 72Α· ἀποικιῶν σμήνη Ἀριστείδ. 1. 115· - ὁ πληθ., σμῆνα μελισσάων ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 96Β.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 ruche;
2 essaim d’abeilles ou de guêpes ; p. ext. essaim, multitude en parl. de pers. ou de choses.
Étymologie: DELG vieux mot i.-e., mais sans étym. σμῆ-νος.