συνυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνυφαίνω''': πρκμ. συνύφαγκα· ― [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], [[συνάπτω]] δι’ ὑφῆς, ἐπὶ [[ἀράχνης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3. ― Μέσ., [[πλέγμα]] ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς συνυφήνασθαι Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 186. 31. ― Παθ., περὶ τῶν κεράτων βοῶν τινων, εἶμαι [[ὁμοῦ]] συμπεπλεγμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 321. 2) μεταφ., [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], ἐντέχνως [[σχηματίζω]], μηχανῶμαι δεξιῶς ἢ πανούργως, ἵνα τοι σὺν μῇτιν [[ὑφαίνω]] Ὀδ. Ν. 303· ἡ πάντα ξυνυφαίνουσα πολιτική, ἥτις τὰ πάντα περιπλέκει εἰς ἓν [[ὕφασμα]], Πλάτ. Πολιτικ. 305Ε. σ. τὸν λόγον Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 33. 8· τοὺς ῥυθμοὺς Διον. Ἁλ. π, Συνθ. 18· ὑπόμνημά τι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 18. ― Παθ., [[ὥστε]] [[ταῦτα]] συνυφανθῆναι Ἡρόδ. 5. 105· ἐπὶ τῶν μερῶν προτάσεως ἢ περιόδων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23, θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι, πολὺ πλησίον [[ἀλλήλων]], συμπεπλεγμένοι, Αἰλ. π. Ζ. 15. 3. ΙΙ. [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, Μένανδρ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 3.
|lstext='''συνυφαίνω''': πρκμ. συνύφαγκα· ― [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], [[συνάπτω]] δι’ ὑφῆς, ἐπὶ [[ἀράχνης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3. ― Μέσ., [[πλέγμα]] ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς συνυφήνασθαι Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 186. 31. ― Παθ., περὶ τῶν κεράτων βοῶν τινων, εἶμαι [[ὁμοῦ]] συμπεπλεγμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 321. 2) μεταφ., [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], ἐντέχνως [[σχηματίζω]], μηχανῶμαι δεξιῶς ἢ πανούργως, ἵνα τοι σὺν μῇτιν [[ὑφαίνω]] Ὀδ. Ν. 303· ἡ πάντα ξυνυφαίνουσα πολιτική, ἥτις τὰ πάντα περιπλέκει εἰς ἓν [[ὕφασμα]], Πλάτ. Πολιτικ. 305Ε. σ. τὸν λόγον Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 33. 8· τοὺς ῥυθμοὺς Διον. Ἁλ. π, Συνθ. 18· ὑπόμνημά τι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 18. ― Παθ., [[ὥστε]] [[ταῦτα]] συνυφανθῆναι Ἡρόδ. 5. 105· ἐπὶ τῶν μερῶν προτάσεως ἢ περιόδων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23, θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι, πολὺ πλησίον [[ἀλλήλων]], συμπεπλεγμένοι, Αἰλ. π. Ζ. 15. 3. ΙΙ. [[ὑφαίνω]] [[ὁμοῦ]], ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, Μένανδρ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> συνύφαγκα;<br /><b>1</b> fabriquer le tissu, la trame d’un discours, d’un agencement, <i>etc.</i> ; aider à former un plan ; <i>en mauv. part</i> tramer un complot;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> entrelacer <i>ou</i> serrer étroitement ; <i>Pass.</i> se serrer étroitement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὑφαίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῠφαίνω Medium diacritics: συνυφαίνω Low diacritics: συνυφαίνω Capitals: ΣΥΝΥΦΑΙΝΩ
Transliteration A: synyphaínō Transliteration B: synyphainō Transliteration C: synyfaino Beta Code: sunufai/nw

English (LSJ)

pf.

   A συνύφαγκα D.H.Comp.18, Ruf.Anat.9:—weave together, of the spider, Arist.HA623a11; ἡ τῶν χιτώνων τῶν τὸν ὀφθαλμὸν συνυφαγκότων πλοκή Ruf.l.c.:—Med., πλέγμα ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς συνυφηνάμενος Pl.Ti.78b:—Pass., of the horns of certain oxen, to be entangled, Arist.Fr.363.    2 metaph., weave together, frame with art, ἵνα τοι σὺν μῆτιν ὑφήνω Od.13.303; ἡ πάντα συνυφαίνουσα [πολιτική] which weaves all into one web, Pl.Plt.305e; σ. τὸν λόγον Arist.Rh.Al.1439a31; [τοὺς ῥυθμούς] D.H. l.c.; ὑπόμνημά τι Luc.Hist.Conscr.48; ἐκέρασε τᾷ πολυτεκνίᾳ τοὺς . . οἴκους εἰς τὸ αὐτὸ συνυφήνας IG42(1).86.15 (Epid., i A.D.):—Pass., ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι so that this web was woven, i.e. this business contrived, Hdt.5.105; of the parts of a sentence, D.H.Comp.23; θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι quite close together, Ael.NA15.3.    II weave in company, Men.142, PSI3.167.9 (ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

συνυφαίνω: πρκμ. συνύφαγκα· ― ὑφαίνω ὁμοῦ, συνάπτω δι’ ὑφῆς, ἐπὶ ἀράχνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 3. ― Μέσ., πλέγμα ἐξ ἀέρος καὶ πυρὸς συνυφήνασθαι Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. Φωτ. Βιβλ. 186. 31. ― Παθ., περὶ τῶν κεράτων βοῶν τινων, εἶμαι ὁμοῦ συμπεπλεγμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 321. 2) μεταφ., ὑφαίνω ὁμοῦ, ἐντέχνως σχηματίζω, μηχανῶμαι δεξιῶς ἢ πανούργως, ἵνα τοι σὺν μῇτιν ὑφαίνω Ὀδ. Ν. 303· ἡ πάντα ξυνυφαίνουσα πολιτική, ἥτις τὰ πάντα περιπλέκει εἰς ἓν ὕφασμα, Πλάτ. Πολιτικ. 305Ε. σ. τὸν λόγον Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 33. 8· τοὺς ῥυθμοὺς Διον. Ἁλ. π, Συνθ. 18· ὑπόμνημά τι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 18. ― Παθ., ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι Ἡρόδ. 5. 105· ἐπὶ τῶν μερῶν προτάσεως ἢ περιόδων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23, θύννοι ἀλλήλοις συνυφασμένοι, πολὺ πλησίον ἀλλήλων, συμπεπλεγμένοι, Αἰλ. π. Ζ. 15. 3. ΙΙ. ὑφαίνω ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, Μένανδρ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 3.

French (Bailly abrégé)

pf. συνύφαγκα;
1 fabriquer le tissu, la trame d’un discours, d’un agencement, etc. ; aider à former un plan ; en mauv. part tramer un complot;
2 p. anal. entrelacer ou serrer étroitement ; Pass. se serrer étroitement.
Étymologie: σύν, ὑφαίνω.