τροπαῖος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροπαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τροπὴν ἢ μεταβολὴν (πρβλ. [[τροπαία]], ἡ). ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τροπὴν πολεμίων, (τροπὴ ΙΙ), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), [[θυσία]] ἐπὶ τῇ τροπῇ πολεμίων, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 402· [[Ζεὺς]] Τρ., ὡς δοτὴρ τῆς νίκης, Σοφ. Ἀντ. 143, Τρ. 303, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 867· [[ὅθεν]], στῆναι Ζηνὶ τροπαῖον [[ἕδος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 173. 2) ὁ προξενῶν τροπὴν ἢ ἧτταν, [[φοβερός]], Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, φοβεροὶ εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Ἕκτορος, Εὐρ. Ἠλ. 469, ἴδε Bornes παρὰ Δινδ. - Πρβλ. [[τρόπαιον]]. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[ἀποτρόπαιος]], ὁ ἀποτρέπων τι, ἀπομακρύνων αὐτό, Λατ. averrencus, [[Ζεὺς]] Σοφ. Τρ. 303, πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 149D. | |lstext='''τροπαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τροπὴν ἢ μεταβολὴν (πρβλ. [[τροπαία]], ἡ). ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τροπὴν πολεμίων, (τροπὴ ΙΙ), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), [[θυσία]] ἐπὶ τῇ τροπῇ πολεμίων, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 402· [[Ζεὺς]] Τρ., ὡς δοτὴρ τῆς νίκης, Σοφ. Ἀντ. 143, Τρ. 303, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 867· [[ὅθεν]], στῆναι Ζηνὶ τροπαῖον [[ἕδος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 173. 2) ὁ προξενῶν τροπὴν ἢ ἧτταν, [[φοβερός]], Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, φοβεροὶ εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Ἕκτορος, Εὐρ. Ἠλ. 469, ἴδε Bornes παρὰ Δινδ. - Πρβλ. [[τρόπαιον]]. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[ἀποτρόπαιος]], ὁ ἀποτρέπων τι, ἀπομακρύνων αὐτό, Λατ. averrencus, [[Ζεὺς]] Σοφ. Τρ. 303, πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 149D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[τρόπαιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of a turning or change (cf. τροπαία,. II of or for defeat (τροπή 11), τροπαῖά τ' ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (sc. σφάγια) E.Heracl.402; Ζεὺς Τ., as giver of victory, S.Ant. 143 (anap.), Tr.303, E.Heracl.867, IG22.1028.27; hence στήσαιεν Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος ib.2.2717. 2 causing rout, appalling, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, i. e. terrible to the eyes of Hector, E.El.469 (lyr.), cf. 1174.—Cf. τρόπαιον.
Greek (Liddell-Scott)
τροπαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τροπὴν ἢ μεταβολὴν (πρβλ. τροπαία, ἡ). ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τροπὴν πολεμίων, (τροπὴ ΙΙ), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (ἐξυπακ. ἱερά), θυσία ἐπὶ τῇ τροπῇ πολεμίων, Εὐρ. Ἡρακλ. 402· Ζεὺς Τρ., ὡς δοτὴρ τῆς νίκης, Σοφ. Ἀντ. 143, Τρ. 303, Εὐρ. Ἡρακλ. 867· ὅθεν, στῆναι Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος Συλλ. Ἐπιγρ. 173. 2) ὁ προξενῶν τροπὴν ἢ ἧτταν, φοβερός, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, φοβεροὶ εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Ἕκτορος, Εὐρ. Ἠλ. 469, ἴδε Bornes παρὰ Δινδ. - Πρβλ. τρόπαιον. ΙΙΙ. ὡς τὸ ἀποτρόπαιος, ὁ ἀποτρέπων τι, ἀπομακρύνων αὐτό, Λατ. averrencus, Ζεὺς Σοφ. Τρ. 303, πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 149D.
French (Bailly abrégé)
c. τρόπαιος.