τροπαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροπαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τροπὴν ἢ μεταβολὴν (πρβλ. [[τροπαία]], ἡ). ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τροπὴν πολεμίων, (τροπὴ ΙΙ), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), [[θυσία]] ἐπὶ τῇ τροπῇ πολεμίων, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 402· [[Ζεὺς]] Τρ., ὡς δοτὴρ τῆς νίκης, Σοφ. Ἀντ. 143, Τρ. 303, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 867· [[ὅθεν]], στῆναι Ζηνὶ τροπαῖον [[ἕδος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 173. 2) ὁ προξενῶν τροπὴν ἢ ἧτταν, [[φοβερός]], Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, φοβεροὶ εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Ἕκτορος, Εὐρ. Ἠλ. 469, ἴδε Bornes παρὰ Δινδ. - Πρβλ. [[τρόπαιον]]. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[ἀποτρόπαιος]], ὁ ἀποτρέπων τι, ἀπομακρύνων αὐτό, Λατ. averrencus, [[Ζεὺς]] Σοφ. Τρ. 303, πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 149D.
|lstext='''τροπαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τροπὴν ἢ μεταβολὴν (πρβλ. [[τροπαία]], ἡ). ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τροπὴν πολεμίων, (τροπὴ ΙΙ), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), [[θυσία]] ἐπὶ τῇ τροπῇ πολεμίων, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 402· [[Ζεὺς]] Τρ., ὡς δοτὴρ τῆς νίκης, Σοφ. Ἀντ. 143, Τρ. 303, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 867· [[ὅθεν]], στῆναι Ζηνὶ τροπαῖον [[ἕδος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 173. 2) ὁ προξενῶν τροπὴν ἢ ἧτταν, [[φοβερός]], Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, φοβεροὶ εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Ἕκτορος, Εὐρ. Ἠλ. 469, ἴδε Bornes παρὰ Δινδ. - Πρβλ. [[τρόπαιον]]. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[ἀποτρόπαιος]], ὁ ἀποτρέπων τι, ἀπομακρύνων αὐτό, Λατ. averrencus, [[Ζεὺς]] Σοφ. Τρ. 303, πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 149D.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[τρόπαιος]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπαῖος Medium diacritics: τροπαῖος Low diacritics: τροπαίος Capitals: ΤΡΟΠΑΙΟΣ
Transliteration A: tropaîos Transliteration B: tropaios Transliteration C: tropaios Beta Code: tropai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of a turning or change (cf. τροπαία,.    II of or for defeat (τροπή 11), τροπαῖά τ' ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (sc. σφάγια) E.Heracl.402; Ζεὺς Τ., as giver of victory, S.Ant. 143 (anap.), Tr.303, E.Heracl.867, IG22.1028.27; hence στήσαιεν Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος ib.2.2717.    2 causing rout, appalling, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, i. e. terrible to the eyes of Hector, E.El.469 (lyr.), cf. 1174.—Cf. τρόπαιον.

Greek (Liddell-Scott)

τροπαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τροπὴν ἢ μεταβολὴν (πρβλ. τροπαία, ἡ). ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τροπὴν πολεμίων, (τροπὴ ΙΙ), ἐχθρῶν θύειν τροπαῖα (ἐξυπακ. ἱερά), θυσία ἐπὶ τῇ τροπῇ πολεμίων, Εὐρ. Ἡρακλ. 402· Ζεὺς Τρ., ὡς δοτὴρ τῆς νίκης, Σοφ. Ἀντ. 143, Τρ. 303, Εὐρ. Ἡρακλ. 867· ὅθεν, στῆναι Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος Συλλ. Ἐπιγρ. 173. 2) ὁ προξενῶν τροπὴν ἢ ἧτταν, φοβερός, Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι, φοβεροὶ εἰς τὰ ὄμματα τοῦ Ἕκτορος, Εὐρ. Ἠλ. 469, ἴδε Bornes παρὰ Δινδ. - Πρβλ. τρόπαιον. ΙΙΙ. ὡς τὸ ἀποτρόπαιος, ὁ ἀποτρέπων τι, ἀπομακρύνων αὐτό, Λατ. averrencus, Ζεὺς Σοφ. Τρ. 303, πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 149D.

French (Bailly abrégé)

c. τρόπαιος.