τύρβη: Difference between revisions
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τύρβη''': ἡ, [[ταραχή]], [[ἀταξία]], [[σύγχυσις]], [[θόρυβος]], Λατ. turba, τύρβην [[παρασχεῖν]] τινι Ἱππ. Ἀγμ. 766· τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 138 (130 Βaiter), πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3, [[Πολυδ]]. 1. 67, 3, κλπ. ΙΙ. βακχικὴ ἑορτὴ καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν [[ὄρχησις]], τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην τύρβην Παυσ. 2. 24, 6· - [[ἐντεῦθεν]] κατὰ τὸν Σουΐδ. = [[ἀπόλαυσις]], [[εὐθυμία]]. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται καὶ αἱ λ. [[τύρβα]], [[τυρβάζω]]· πρβλ. Σανσκρ. tvar, tur, tur-âmi (festino)· tur-as (celer)· tvar-â (festinatio)· Λατ. tur-ba, tur-bo, καὶ [[ἴσως]] tur-ma· οἱ τύποι [[σύρβα]], [[σύρβη]] μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Εὐστ.). | |lstext='''τύρβη''': ἡ, [[ταραχή]], [[ἀταξία]], [[σύγχυσις]], [[θόρυβος]], Λατ. turba, τύρβην [[παρασχεῖν]] τινι Ἱππ. Ἀγμ. 766· τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 138 (130 Βaiter), πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3, [[Πολυδ]]. 1. 67, 3, κλπ. ΙΙ. βακχικὴ ἑορτὴ καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν [[ὄρχησις]], τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην τύρβην Παυσ. 2. 24, 6· - [[ἐντεῦθεν]] κατὰ τὸν Σουΐδ. = [[ἀπόλαυσις]], [[εὐθυμία]]. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται καὶ αἱ λ. [[τύρβα]], [[τυρβάζω]]· πρβλ. Σανσκρ. tvar, tur, tur-âmi (festino)· tur-as (celer)· tvar-â (festinatio)· Λατ. tur-ba, tur-bo, καὶ [[ἴσως]] tur-ma· οἱ τύποι [[σύρβα]], [[σύρβη]] μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Εὐστ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />désordre, confusion, tumulte.<br />'''Étymologie:''' R. Τυρ, agiter vivement ; cf. <i>lat.</i> turba, turbo. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A disorder, confusion, tumult, τύρβην παρέχειν τινί Hp. Fract.22; τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν Isoc.15.130, cf. X.Cyr.1.2.3, Plb. 1.67.3, etc. II metaph., ἡ ποιητικὴ τ. the poetic rout, Epicur. Fr.228; so of a Bacchic festival and its dance, Paus.2.24.6: hence, acc. to Suid., = ἀπόλαυσις, revelry. [Oxyt. in some codd. of Hp. l.c.; the form σύρβη is cited by Suid., Eust.871.60.] (Cf. Lat. turba, O Norse pyrpask 'crowd together'.)
German (Pape)
[Seite 1164] ἡ, att. statt des ion. u. gemeinen σύρβη, 1) Verwirrung, Unordnung, Getümmel, Lärm, turba; Isocr. 15, 130; im Ggstz von εὐκοσμία, Xen. Cyr. 1, 2, 3. – 2) ein bacchisches Fest und der dabei gebräuchliche Tanz, Pausan. 2, 9. 4, 6.
Greek (Liddell-Scott)
τύρβη: ἡ, ταραχή, ἀταξία, σύγχυσις, θόρυβος, Λατ. turba, τύρβην παρασχεῖν τινι Ἱππ. Ἀγμ. 766· τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 138 (130 Βaiter), πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3, Πολυδ. 1. 67, 3, κλπ. ΙΙ. βακχικὴ ἑορτὴ καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν ὄρχησις, τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην τύρβην Παυσ. 2. 24, 6· - ἐντεῦθεν κατὰ τὸν Σουΐδ. = ἀπόλαυσις, εὐθυμία. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται καὶ αἱ λ. τύρβα, τυρβάζω· πρβλ. Σανσκρ. tvar, tur, tur-âmi (festino)· tur-as (celer)· tvar-â (festinatio)· Λατ. tur-ba, tur-bo, καὶ ἴσως tur-ma· οἱ τύποι σύρβα, σύρβη μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Εὐστ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
désordre, confusion, tumulte.
Étymologie: R. Τυρ, agiter vivement ; cf. lat. turba, turbo.