ὑδρωπικός: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρωπικός''': -ή, -όν, ([[ὕδρωψ]]) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., [[ναῦς]] ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, [[οἴδημα]], [[πάθος]] Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = [[ὕδρωψ]], Λογγῖν. 3. 4.
|lstext='''ὑδρωπικός''': -ή, -όν, ([[ὕδρωψ]]) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., [[ναῦς]] ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, [[οἴδημα]], [[πάθος]] Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = [[ὕδρωψ]], Λογγῖν. 3. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />hydropique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδρωψ]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρωπικός Medium diacritics: ὑδρωπικός Low diacritics: υδρωπικός Capitals: ΥΔΡΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: hydrōpikós Transliteration B: hydrōpikos Transliteration C: ydropikos Beta Code: u(drwpiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from dropsy, Hp.Aph.6.27, Arist. Pr. 871b24, Plb.13.2.2, Dsc.1.103, Ev.Luc.14.2, POxy.1088.63 (i A. D.), Sor.2.63: metaph., ναῦς ὑ. AP11.332 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1174] zum ὕδρωψ gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρωπικός: -ή, -όν, (ὕδρωψ) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., ναῦς ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, οἴδημα, πάθος Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = ὕδρωψ, Λογγῖν. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
hydropique.
Étymologie: ὕδρωψ.