χρυσίον: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[χρυσός]], [[τεμάχιον]] χρυσοῦ, καὶ [[καθόλου]], [[χρυσός]], Ἡρόδ. 3. 95, 97, Πλάτ. Εὐθύδ. 288Ε, Πολ. 336Ε, κ. ἀλλ. 2) [[πρᾶγμα]] ἐκ χρυσοῦ πεποιημένον, χρυσὸς εἰργασμένος, πλάκες ἐκ χρυσοῦ, κοσμήματα ἐκ χρυσοῦ κτλ., ἄσημον Θουκ. 2. 13· ἐν τῷ πληθ. Δημ. 816, 22., 1182. 26· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 35. 3) [[μάλιστα]] [[νόμισμα]] ἐκ χρυσοῦ, χρήματα, Εὐρ. Κύκλ. 161· [[ἀργύριον]] καὶ [[χρυσίον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 472, Πλ. 808, Βάτρ. 720, Πλάτ. κλπ.· [[λῆρος]] πάντα πρὸς τὸ χρ. Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 60· ἐγὼ δ᾿ ὑπέλαβον χρησίμους [[εἶναι]] θεοὺς [[τἀργύριον]] καὶ τὸ χρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 10· - [[ἀλλά]], στατῆρας χρυσίου Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 32· χρυσία, νομίσματα ἐκ χρυσοῦ, Πλάτ. Πολ. 336Ε. 4) χρυσῆ κλωστή, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· ΙΙ. ὡς ὅρος ἐκφράζων στοργήν, «χρυσέ» μου, θησαυρέ μου! Ἀριστοφ. Λυσ. 930, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 11. 232. | |lstext='''χρῡσίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[χρυσός]], [[τεμάχιον]] χρυσοῦ, καὶ [[καθόλου]], [[χρυσός]], Ἡρόδ. 3. 95, 97, Πλάτ. Εὐθύδ. 288Ε, Πολ. 336Ε, κ. ἀλλ. 2) [[πρᾶγμα]] ἐκ χρυσοῦ πεποιημένον, χρυσὸς εἰργασμένος, πλάκες ἐκ χρυσοῦ, κοσμήματα ἐκ χρυσοῦ κτλ., ἄσημον Θουκ. 2. 13· ἐν τῷ πληθ. Δημ. 816, 22., 1182. 26· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 35. 3) [[μάλιστα]] [[νόμισμα]] ἐκ χρυσοῦ, χρήματα, Εὐρ. Κύκλ. 161· [[ἀργύριον]] καὶ [[χρυσίον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 472, Πλ. 808, Βάτρ. 720, Πλάτ. κλπ.· [[λῆρος]] πάντα πρὸς τὸ χρ. Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 60· ἐγὼ δ᾿ ὑπέλαβον χρησίμους [[εἶναι]] θεοὺς [[τἀργύριον]] καὶ τὸ χρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 10· - [[ἀλλά]], στατῆρας χρυσίου Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 32· χρυσία, νομίσματα ἐκ χρυσοῦ, Πλάτ. Πολ. 336Ε. 4) χρυσῆ κλωστή, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· ΙΙ. ὡς ὅρος ἐκφράζων στοργήν, «χρυσέ» μου, θησαυρέ μου! Ἀριστοφ. Λυσ. 930, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 11. 232. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> petit morceau d’or, un peu d’or ; l’or <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> tout objet d’or <i>ou</i> travaillé en or :<br /><b>1</b> monnaie d’or ; <i>en gén.</i> somme d’argent ; biens, richesses;<br /><b>2</b> coupe d’or;<br /><b>3</b> τὰ χρυσία objets d’or (bijoux, parure, vase, <i>etc.</i>);<br /><b>III.</b> <i>t. de tendresse</i> mon petit or, mon petit trésor.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of χρυσός,
A a piece of gold, generally, gold, Hdt. 3.95,97, Pl.Euthd.288e, R.336e, al. 2 anything made of gold, gold plate, ornaments of gold, etc., ἄσημον Th.2.13: pl., D.27.10, 48.55, Men.Sam.167, 1 Ep.Pet.3.3, Plu.Tim.15. 3 esp. gold coin, money, E. Cyc.161; οὔτ' ἀργύριον οὔτε χρυσίον Ar.Eq.472, cf. Pl.808, Ra.720 (troch.), etc.; χ. Ἀττικόν IG22.1687.16; λῆρος πάντα πρὸς τὸ χ. Antiph.232.1; ἐγὼ δ' ὑπέλαβον χρησίμους εἶναι θεοὺς τἀργύριον καὶ τὸ χ. Men.537.4 : but στατῆρας χρυσίου Eup.112; χρυσία pieces of gold, Pl.R.336e. 4 gold thread, Hp.Art.32. II as a term of endearment, my little treasure! Ar.Lys.930, cf. Ap11.232 (Callias Arg.). 2 = τὸ τῶν παιδίων αἰδοῖον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1380] τό, dim. von χρυσός, kleines Stück Gold, Her. 3, 95. 97, übh. Gold, bes. jedes verarbeitete Gold, Plat. Euthyd. 299 d Alc. I, 122 e Men. 78 c u. öfter; vgl. Böckh ath. Staatsh. II p. 213; σὺν ἱματίοις καὶ χρυσίοις μνᾶς ἐπιδούς Is. 8, 8. – Bes. Goldmünzen, Ar. Equ. 472 Plut. 808, immer wenn eine Geldsumme angeführt wird und wir hinzusetzen »in Golde«. – Goldschmuck, Poll. 7, 103. – Als Schmeichelwort, Goldchen, Goldliebchen, Ar. Ach. 1162 Lys. 929.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χρυσός, τεμάχιον χρυσοῦ, καὶ καθόλου, χρυσός, Ἡρόδ. 3. 95, 97, Πλάτ. Εὐθύδ. 288Ε, Πολ. 336Ε, κ. ἀλλ. 2) πρᾶγμα ἐκ χρυσοῦ πεποιημένον, χρυσὸς εἰργασμένος, πλάκες ἐκ χρυσοῦ, κοσμήματα ἐκ χρυσοῦ κτλ., ἄσημον Θουκ. 2. 13· ἐν τῷ πληθ. Δημ. 816, 22., 1182. 26· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 35. 3) μάλιστα νόμισμα ἐκ χρυσοῦ, χρήματα, Εὐρ. Κύκλ. 161· ἀργύριον καὶ χρυσίον Ἀριστοφ. Ἱππ. 472, Πλ. 808, Βάτρ. 720, Πλάτ. κλπ.· λῆρος πάντα πρὸς τὸ χρ. Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 60· ἐγὼ δ᾿ ὑπέλαβον χρησίμους εἶναι θεοὺς τἀργύριον καὶ τὸ χρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 10· - ἀλλά, στατῆρας χρυσίου Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 32· χρυσία, νομίσματα ἐκ χρυσοῦ, Πλάτ. Πολ. 336Ε. 4) χρυσῆ κλωστή, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· ΙΙ. ὡς ὅρος ἐκφράζων στοργήν, «χρυσέ» μου, θησαυρέ μου! Ἀριστοφ. Λυσ. 930, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 11. 232.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. petit morceau d’or, un peu d’or ; l’or en gén.
II. tout objet d’or ou travaillé en or :
1 monnaie d’or ; en gén. somme d’argent ; biens, richesses;
2 coupe d’or;
3 τὰ χρυσία objets d’or (bijoux, parure, vase, etc.);
III. t. de tendresse mon petit or, mon petit trésor.
Étymologie: χρυσός.