αἰζηός: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj.</i><br />qui est dans la force de l’âge, fort, robuste ; <i>subst.</i> homme robuste.<br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue ; étym. pop. ant. [[ἀεί]], [[ζῆν]]. | |btext=οῦ;<br /><i>adj.</i><br />qui est dans la force de l’âge, fort, robuste ; <i>subst.</i> homme robuste.<br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue ; étym. pop. ant. [[ἀεί]], [[ζῆν]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[vigorous]]; [[with]] [[ἀνήρ]], and as subst. (Od. 12.440); esp. pl., θαλεροί, ἀρηίθοοι αἰζηοί, ‘[[lusty]],’ ‘[[doughty]] youths.’ | |||
}} | }} |
Revision as of 15:21, 15 August 2017
English (LSJ)
lengthd. αἰζήϊος (q. v.), ὁ,
A in full bodily strength, vigorous; in Hom. as Adj., ἀνέρι . . αἰζηῷ τε κρατερῷ τε Il.16.716, cf. 23.432; of a stout, lusty slave, τεσσερακονταέτης αἰ. Hes.Op.441, cf. Th.863:— freq. as Subst., Il.2.660, Od.12.440, Call.Jov.70, A.R.4.268, Nic.Al. 176, etc.; κταμένοις ἐπ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα Cratin.95.
Greek (Liddell-Scott)
αἰζηός: ἐκτεταμ. αἰζήϊος, ὁ πλήρη ἔχων τὴν σωματικὴν ῥώμην, σφριγῶν, δραστήριος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ βασιλέων καὶ πολεμιστῶν καθόλου· περὶ τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Ἑκάβης, Ἰλ. Π. 716· περὶ ῥωμαλέου καὶ ὀργῶντος δούλου· τεσσαρακονταετὴς αἰζηός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 439· πρβλ. Θ. 863: - ὡς οὐσιαστ., πολεμιστής, Κρατῖνος ἐν «Λάκωσι», 1: - ἢ ἁπλῶς = ἀνήρ, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 268. Τὰ χωρία ταῦτα δεικνύουσιν ὅτι ἡ συνήθης ἑρμηνεία τῆς λέξεως = νέος, νεανικός, νεαρός, εἶναι ἀκατάλληλος, ἐκτὸς μέχρι τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἐπιτρεπομένου εἰς τὰς ἀντιστοίχους Λατ. juvenis, junior (συνεκδοχικῶς δηλ.), ἴδε Γλάδστ. Ὅμ. 3, 41 κἑξ. (Ἡ παραγωγὴ τῆς λ. δὲν εἶναι εἰσέτι βεβαία· ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 615).
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj.
qui est dans la force de l’âge, fort, robuste ; subst. homme robuste.
Étymologie: DELG origine inconnue ; étym. pop. ant. ἀεί, ζῆν.
English (Autenrieth)
vigorous; with ἀνήρ, and as subst. (Od. 12.440); esp. pl., θαλεροί, ἀρηίθοοι αἰζηοί, ‘lusty,’ ‘doughty youths.’