ἐκπυνθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκπεύσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> s’informer, chercher à savoir : τινος de qqn;<br /><b>2</b> apprendre : [[τί]] τινος qch de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πυνθάνομαι]].
|btext=<i>f.</i> ἐκπεύσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> s’informer, chercher à savoir : τινος de qqn;<br /><b>2</b> apprendre : [[τί]] τινος qch de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πυνθάνομαι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=only aor. 2 inf., [[search]] [[out]] , Il. 10.308 and 320.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπυνθάνομαι Medium diacritics: ἐκπυνθάνομαι Low diacritics: εκπυνθάνομαι Capitals: ΕΚΠΥΝΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpynthánomai Transliteration B: ekpynthanomai Transliteration C: ekpynthanomai Beta Code: e)kpunqa/nomai

English (LSJ)

   A search out, make inquiry, Il.10.320 ; ἔκ τε πυθέσθαι ἠέ.. ib.308 ; ἵν' ἐκπυθώμεθα πόθεν.. E.Cyc.94, etc.    2 c. acc., hear of, learn, S.Aj.215 (anap.) ; τινός learn from.., E.HF529 ; τὸ πρᾶγμ' ὅπως ἔχει Ar.Ec.752 ; ἐ. τινός question him, Id.Pl.60: c. part., ἐ. τινὰ ἀφιγμένον E.Hel.817.

German (Pape)

[Seite 777] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen; ἔκ τε πυθέσθαι Il. 10, 308; Il. 20, 129 wird seit Wolf getrennt geschrieben, θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς; Eur. Cycl. 94; τινός, Ar. Plut. 60; – erfahren, τίνα σου πατρίδ' ἐκπυθοίμαν, Soph. O. C. 205, vgl. Ai. 214; σὲ ἀφιγμένον Eur. Hel. 817; πρὶν ἐκπύθωμαι πᾶν τὸ πρᾶγμ' ὅπως ἔχει Ar. Eccl. 752; Sp., wie Plut. Alex. 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπυνθάνομαι: μέλλ. -πεύσομαι, ἀποθ., ἀναζητῶ, ἐρωτῶ νὰ μάθω, Ἰλ. Κ. 320· ἔκ τε πυθέσθαι, ἠὲ φυλάσσονται νῆες, κτλ. αὐτόθι 308 (ἐν Ἰλ. Υ. 129, ἀναγνωστέον θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς)· ἵν’ ἐκπυθώμεθα, πόθεν … Εὐρ. Κύκλ. 94, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μανθάνω, ἀκούω, θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσει Σοφ. Αἴ. 215· ἐκπ. τί τινος, μανθάνω ἔκ τινος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 529, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 752· ἐκπ. τινος, ἐρωτᾶν περί τινος, Ἀριστοφ. Πλ. 60· μετὰ μετοχ., ἐκπ. τινα ἀφιγμένον Εὐρ. Ἑλ. 817. - Πρβλ. ἐκπεύθομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκπεύσομαι, etc.
1 s’informer, chercher à savoir : τινος de qqn;
2 apprendre : τί τινος qch de qqn.
Étymologie: ἐκ, πυνθάνομαι.

English (Autenrieth)

only aor. 2 inf., search out , Il. 10.308 and 320.