ἧπαρ: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[[ἥπατος]] (τό) :<br />foie ; <i>considéré comme le siège de la vie</i> : οὐτᾶν τινα καθ’ [[ἧπαρ]] IL, παίειν ὑφ’ [[ἧπαρ]] SOPH blesser qqn au foie, frapper au foie, dans la région du foie ; <i>considéré comme le siège des passions (crainte, colère, amour, etc.)</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> jecur. | |btext=[[ἥπατος]] (τό) :<br />foie ; <i>considéré comme le siège de la vie</i> : οὐτᾶν τινα καθ’ [[ἧπαρ]] IL, παίειν ὑφ’ [[ἧπαρ]] SOPH blesser qqn au foie, frapper au foie, dans la région du foie ; <i>considéré comme le siège des passions (crainte, colère, amour, etc.)</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> jecur. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ατος: [[liver]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
ᾰτος, τό, (v. sub fin.)
A liver, Od.9.301, Gal.2.575, etc.; of various animals, as a favourite dish, κάπρου Ar.Fr.318.5; καπρίσκου Crobyl.7; [ἐρίφον] Euphro 1.23; εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἔχεις Eub.101, cf. Ath.3.106fsq., Poll.6.49; φασγάνῳ οὖτα καθ' ἧπαρ Il.20.469; παῖσαι ὑφ' ἧπαρ or πρὸς ἧπαρ, S.Ant.1315, E.Or.1063; ὑφ' ἧπαρ πεπληγμένη S.Tr.931; ὑφ' ἥπατος φέρειν, of pregnant women, E.Supp.919 (lyr.): as the seat of the passions, anger, fear, etc., A.Ag.432 (lyr.), 792 (anap.), Eu.135, E.Supp.599 (lyr.); χολὴν οὐκ ἔχεις ἐφ' ἥπατι Archil.131; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ . . δύη S.Aj.938; τήκειν ἧ. Call.Aet.Oxy. 2079.8, cf. Fr.222; of love, χαλεπὸς γὰρ ἔσω θεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν Theoc. 13.71; τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν, τὸ δ' ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ Ti.Locr.100a, cf. Plu.2.45of. II fruitful land, Agroetas ap. Sch.A.R.2.1248. III = ἥπατος, Plin.HN32.149. (I.-E. yēq[uglide]ṛt, cf. Lat. jecur, Skt. yákṛt.)
German (Pape)
[Seite 1173] ατος, τό, die Leber; ἧπαρ ἔδειρον δέρτρον ἔσω δύνοντες Od. 11, 577; φασγάνῳ οὖτα καθ' ἡπαρ Il. 20, 469; πρὸς στῆθος, ὅθι φρένες ἦπαρ ἔχουσιν Od. 9, 301; ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων Il. 11, 578; öfter Tragg. u. in Prosa; ἔφερον ὑφ' ἥπατος, von der schwangeren Frau, Eur. Suppl. 919; vgl. Bion. 4, 85. – Oft als Sitz der Empfindungen und Leidenschaften, bes. des Zorns u. der Liebe, Tim. Locr. 100 a τῶ ἀλόγω μέρεος τὸ ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ, wo wir Nieren oder Herz sagen; so Aesch. ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν, Eum. 130; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται Ag. 766; Ch. 270; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ γενναία δύη Soph. Ai. 918; ὥς μ οι ὑφ' ἥπατι δεῖμα χλοερὸν ταράσσει Eur. Suppl. 599; von der Liebe, ἧπαρ ἄμυσσεν Theocr. 13, 71, vgl. 11, 16. – Nach Plin. H. N. 32, 11, 53 auch = ἥπατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἧπαρ: ᾰτος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ συκῶτι, Ὅμ. κλπ.˙ τὸ ἧπαρ πολλῶν ζῴων ἦτο ἐν Ἀθήναις ἐκ τῶν ἀγαπητῶν ἐδεσμάτων, κάπρου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302, κτλ.˙ καπρίσκου Κρωβυλ. Ψευδ. 2˙ ἐρίφου Εὔφρ. Ἀδ. 1. 23˙ χηνὸς Εὔβουλ. Στεφ. 5˙ πρβλ. Ἀθήν. 106F κἑξ., ἥπατα σεσυκασμένα, ἥπατα συῶν σεσυκοτραγηκότων, Πολυδ. Ϛ΄, 49, καὶ ἴδε ἡπάτιον˙ - ἐθεωρεῖτο δὲ ὡς καίριον μέρος, οὐτᾶν τινα καθ’ ἧπαρ Ἰλ. Υ. 469˙ παίειν ὑφ’ ἧπαρ ἢ πρὸς ἧπαρ Σοφ. Ἀντ. 1315, Εὐρ. Ὀρ. 1063˙ ὑφ’ ἧπαρ πεπληγμένη Σοφ. Τρ. 932˙ - ὑφ’ ἥπατος φέρειν, ἐπὶ ἐγκύου γυναικὸς (ὡς οἱ Γερμανοὶ λέγουσιν unter dem Herzen tragen), Εὐρ. Ἱκέτ. 919˙ - συχνάκις παρὰ Τραγ. ὡς ἕδρα τῶν παθῶν, θυμοῦ, φόβου, κλπ.˙ ἑπομένως ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ ἡμέτερον «καρδία», Αἰσχύλ. Ἀγ. 432, 792, Εὐμ. 135, Εὐρ. Ἱκέτ. 599, πρβλ. Ἀρχίλ. 118˙ χωρεῖ πρὸς ἧπαρ... δύη Σοφ. Αἴ. 937˙ ἐπὶ ἔρωτος, χαλεπὰ γὰρ ἔσω θεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν Θεόκρ. 13. 71˙ τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν, τὸ δ’ ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ Τίμ. Λοκρ. 100Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 450F. ΙΙ. ὡς τὸ οὖθαρ, εὔφορος χώρα, Ἀγροίτας παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Β. 1248˙ ὅρα τὸν μῦθον ἐν Διοδ. 1. 19. ΙΙΙ. = ἥπατος, Πλίν. Η. Ν. 32. 53. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. yakrit, Λατ. jecur˙ πρβλ. πέντε quinque, ἵππος equus Λιθ. akn-is δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ jecin-oris).
French (Bailly abrégé)
ἥπατος (τό) :
foie ; considéré comme le siège de la vie : οὐτᾶν τινα καθ’ ἧπαρ IL, παίειν ὑφ’ ἧπαρ SOPH blesser qqn au foie, frapper au foie, dans la région du foie ; considéré comme le siège des passions (crainte, colère, amour, etc.).
Étymologie: cf. lat. jecur.
English (Autenrieth)
ατος: liver.