μῶνυξ: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br />dont le sabot est un, qui n’a pas la corne du pied fendu, solipède.<br />'''Étymologie:''' p. *μονῶνυξ, de [[μόνος]], [[ὄνυξ]].
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br />dont le sabot est un, qui n’a pas la corne du pied fendu, solipède.<br />'''Étymologie:''' p. *μονῶνυξ, de [[μόνος]], [[ὄνυξ]].
}}
{{Autenrieth
|auten=υχος: according to the ancients, [[single]]-hoofed, [[solid]]-hoofed ([[μόνος]], [[ὄνυξ]]), epith. of horses (as opp. to the [[cloven]]-footed [[cattle]]). (Il. and Od. 15.46.)
}}
}}

Revision as of 15:31, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶνυξ Medium diacritics: μῶνυξ Low diacritics: μώνυξ Capitals: ΜΩΝΥΞ
Transliteration A: mō̂nyx Transliteration B: mōnyx Transliteration C: monyks Beta Code: mw=nuc

English (LSJ)

ῠχος, ὁ, ἡ, τό,

   A with a single, i.e. uncloven, hoof, epith. of the horse, freq. in Il., 5.236, al.; once in Od., 15.46, cf. Sol.23, E.Ph. 793 (lyr., dub.l.), Stud.Pont.3.16 (ii/i B.C.); also μ. ὕες Arist.HA 499b13; τὰ μ. [τῶν ζῴων] Hp.Art.8; τετραπόδων ὅσα μ. Porph.Abst. 4.7; [γένει] τῷ καλουμένῳ μώνυχι Pl.Plt.265d. (From sm- (weak form of sem-, cf. εἷς) and ὄνυξ (- lengthd. in composition).)

German (Pape)

[Seite 226] υχος, statt μονῶνυξ, einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d.

Greek (Liddell-Scott)

μῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδα μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· ἅπαξ δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· ὡσαύτως, μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. μετὰ οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, ὄνυξ, ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ μῶνυξ πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ ἔνστασις ὅτι τὸ μόνος δὲν σημαίνει «εἷς καὶ μόνος» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων μονόχηλος, μονολέων, μονόλυκος).

French (Bailly abrégé)

υχος (ὁ, ἡ)
dont le sabot est un, qui n’a pas la corne du pied fendu, solipède.
Étymologie: p. *μονῶνυξ, de μόνος, ὄνυξ.

English (Autenrieth)

υχος: according to the ancients, single-hoofed, solid-hoofed (μόνος, ὄνυξ), epith. of horses (as opp. to the cloven-footed cattle). (Il. and Od. 15.46.)