κλόνος: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />agitation, tumulte d’un combat ; <i>en gén.</i> mouvement tumultueux ; <i>p. ext.</i> trouble du bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κέλομαι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />agitation, tumulte d’un combat ; <i>en gén.</i> mouvement tumultueux ; <i>p. ext.</i> trouble du bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κέλομαι]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[tumult]]; ἐγχειάων, ‘[[press]] of spears,’ Il. 5.167. (Il.) | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Hom. (only in Il.),
A confused motion, turmoil, esp. battle-rout, κατὰ κλόνον Il.16.331, 713; κ. ἐλχειάων throng of spears, 5.167, 20.319; ἐν δὲ κλόνον ἧκε κακόν [Ἀπόλλων] 16.729; κ. ἀνδρῶν throng of men, Hes.Sc.148; Trag.(not in S.) only in lyr., ἱππιοχάρμας κλόνους throngs of fighting horsemen, A.Pers.106; ἀσπίστορας κλόνους Id.Ag.404; σκέψαι κλόνον . . Γιγάντων E.Ion206: in later Prose, trembling, confusion, Aq.Ez.12.8, Them.Or.6.73b; agitation of mind, ὁ ἄφρων σάλον καὶ κ. ὑπομένει Ph.1.230. II agitation in physiological sense, of wind in the bowels, Ar.Nu.387; κλόνου πάταγος Aret.SD1.7; οἱονεί τινα σφυγμὸν καὶ κ. ἔχοντος τοῦ πνεύματος Plu.2.681a; of the pulse, Gal.9.76; of the body generally, ib.651: generally, shaking, agitation, Alex.Aphr.in Top.466.25.
German (Pape)
[Seite 1456] ὁ, heftige, verworrene Bewegung; in der Il. immer Schlachtgetümmel; κατὰ κλόνον αὖθις ἐλάσσας Il. 16, 713; ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν 789; κλόνος ἐγχειάων, Speergedränge, 5, 167. 20, 319; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; ῥιψαύχην Pind. frg. 224; ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους, Schild- und Speergedränge, Aesch. Ag. 393; ἱππιοχάρμαι Pers. 107; κλόνος Γιγάντων Eur. Ion 206; komisch, ζωμοῦ ἐμπλησθεὶς ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος αὐτὴν διεκορκορύγησε Ar. Nubb. 386; sp. D.; auch Themist., der es or. 6 p. 73 mit ταραχή vrbdt.
Greek (Liddell-Scott)
κλόνος: ὁ, ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ὡς τὸ κλονέω) μόνον ἐν τῇ Ἰλ., πᾶσα βιαία, συγκεχυμένη κίνησις, ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων φευγόντων ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει, ἡ τῆς μάχης ταραχή, θόρυβος, κατὰ κλόνον Ἰλ. Π. 331, 713, 729· κλ. ἐγχειάων, ὁ ὠθισμὸς τῶν δοράτων, Ε. 176, Υ. 319· κλ. ἀνδρῶν, ὠθισμὸς ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· οὕτως, Αἰσχύλ. (ἐν λυρικ. χωρίοις), κλόνους ἱππιοχάρμας, πλήθη μαχομένων ἱππέων, Πέρσ. 107· ἀσπίστορας κλόνους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 405· ἅπαξ παρ’ Εὐρ., σκέψαι… κλόνον Γιγάντων Ἴων 206· καὶ κωμικῶς, θόρυβος, ταραχὴ τῶν ἐντέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 387· πρβλ. κλονέω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agitation, tumulte d’un combat ; en gén. mouvement tumultueux ; p. ext. trouble du bas-ventre.
Étymologie: DELG κέλομαι.