νωθής: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> lent;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui a l’esprit lent <i>ou</i> lourd;<br /><i>Cp.</i> νωθέστερος.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὠθέω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> lent;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui a l’esprit lent <i>ou</i> lourd;<br /><i>Cp.</i> νωθέστερος.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὠθέω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=ές: [[lazy]], [[sluggish]], Il. 11.559†.
}}
}}

Revision as of 15:32, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθής Medium diacritics: νωθής Low diacritics: νωθής Capitals: ΝΩΘΗΣ
Transliteration A: nōthḗs Transliteration B: nōthēs Transliteration C: nothis Beta Code: nwqh/s

English (LSJ)

ές,

   A sluggish, slothful, ὄνος Il.11.559 ; ν. κῶλον E.HF819 ; ἵππος -έστερος Pl.Ap. 30e ; ν. κίνησις Arist.HA503b8 ; τὰ γόνατα νωθής Luc.Luct.16 ; of fire, dull, opp. ὀξύς, Thphr.HP5.9.3 (Comp.) ; of earth, opp. water, etc., Pl.Ti.86a (Sup.).    2 of the understanding, dull, stupid, κατεφαίνετο εἶναι -έστερος (sc. ὁ παῖς) Hdt.3.53 ; νωθὴς τὸν νόον Hp. Ep.17, cf. A.Pr.62, Pl.Plt.310e (Comp.).    II neut. νωθές as Adv., Poll.4.81 : Sup. -έστατα D.C.59.4.

Greek (Liddell-Scott)

νωθής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ νωθρός, ὀκνηρός, χαῦνος, ἐπίθ. τοῦ ὄνου, Ἰλ. Λ. 559· νωθὲς κῶλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 819· ἵππος νωθέστερος Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· ν. κίνησις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 7· τὰ γόνατα νωθὴς Λουκ. π. Πένθους 16. 2) νωθρός, βραδύς, ἀμβλύς, δηλ. κατὰ τὴν διάνοιαν, κατεφαίνετο εἶναι νωθέστερος (δηλ. ὁ παῖς) Ἡρόδ. 3. 53· νωθὴς τὸν νόον Ἱππ. 1283. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 62, Πλάτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. οὐδ. νωθὲς ὡς ἐπίρρ., Πολυδ. Δ΄, 81· συγκρ. -έστατα, Δίων Κ. 59, 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 lent;
2 fig. qui a l’esprit lent ou lourd;
Cp. νωθέστερος.
Étymologie: νη-, ὠθέω.

English (Autenrieth)

ές: lazy, sluggish, Il. 11.559†.