ὀκνέω: Difference between revisions
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être lent, paresseux, tarder, différer;<br /><b>2</b> hésiter, craindre, avec un inf., craindre de ; ὀκ. τινα, craindre qqn ; [[τι]], [[περί]] τινος, redouter qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὄκνος]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être lent, paresseux, tarder, différer;<br /><b>2</b> hésiter, craindre, avec un inf., craindre de ; ὀκ. τινα, craindre qqn ; [[τι]], [[περί]] τινος, redouter qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὄκνος]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ipf. ὤκνεον: [[shrink]] [[from]] doing [[something]], [[hesitate]] [[through]] [[some]] [[sort]] of [[dread]], Il. 5.255 and Il. 20.155. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
Ep. ὀκνείω Il.5.255 : impf.
A ὤκνεον 20.155 : fut. -ήσω Isoc.6.72 : aor. ὤκνησα D.18.103, etc. : (ὄκνος) :—shrink from doing, scruple, hesitate to do a thing, c. inf., ὀκνείω ἵππων ἐπιβαινέμεν Il.5.255 ; ἀρχέμεναι πολέμοιο ὤκνεον 20.155.—In Att. mostly with collat. sense of the feeling which causes the hesitation, and so, 1 of shame or fear (in a moral sense), ὀκνῶ προδότης καλεῖσθαι I shrink from being called, fear to be called, S.Ph.93, cf. Th.5.61, Lys.Fr. 23 ; οἷα ἐγὼ ὀκνῶ πρὸς ὑμᾶς ὀνομάσαι shrink from naming, hesitate to name, D.2.19, cf. Pl.Grg.462e ; τοσαῦθ' ὅσ' ὀκνήσαιμ' ἂν . . εἰπεῖν D.18.103, cf. 24.7, etc. 2 of pity, σὰς ὀκνῶ θρᾶξαι φρένας A.Pr.628, cf.S. El.1271. 3 most commonly of cowardice or indolence, μεμηνότ' ἄνδρα . . ὀκνεῖς ἰδεῖν Id.Aj.81, cf. Th.1.120, etc.—The Homeric constr. c. inf. continued most common (v. supr.): rarely c. acc., πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ; S.OT976 ; ὃν μήτ' ὀκνεῖτε Id.OC731, cf. X.Cyr.2.2.21 ; ἂν ὀκνῇς τὸ μανθάνειν Philem.213.1 ; also ὀ. περί τινος X.Cyr.4.5.20 ; ὀ. μή . . Pl.Phdr.257c, X.An.2.3.9, D.1.18. II freq. also abs., shrink, hesitate, hang back, Hdt.7.50, S.El.22,320, Antipho Soph.55, Luc.Prom.18, etc. ; of soldiers, Arist.Pol.1297b11.
German (Pape)
[Seite 316] zaudern, zögern, Bedenken tragen; c. inf., ἀρχέμεναι πολέμοιο ὤκνεον ἀμφότεροι, Il. 20, 155 (vgl. d. Vorige); σὰς δ' ὀκνῶ θρᾶξαι φρένας, Aesch. Prom. 631; ἵν' οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός, Soph. El. 22; ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει, mußt du nicht Bedenken tragen, Phil. 111, vgl. El. 1263; auch = sich scheuen, τάφου μὲν ὀκνῶ τοῦδ' ἐπιψαύειν ἐᾶν, Ai. 1373, καὶ πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ, O. R. 976; οὐκ ὀκνήσουσι θανεῖν, Eur. Phoen. 1008 u. öfter; u. in Prosa, Her. 7, 50, Thuc. 1, 120; ὀκνεῖς ἀποκρίνασθαι, Plat. Gorg. 515 b, u. öfter; ἐγὼ τἀληθῆ λέγειν οὔτε ὀκνήσω οὔτε αἰσχυνοῦμαι, Ep. II, 310 d; ὤκνει ἀνοίγειν τὰς πύλας, Xen. Hell. 3, 1, 22; An. 1, 3, 17 u. öfter, wie bei Folgdn; μηδὲν ὀκνήσας, sogleich, Luc. Prom. 18; neben μέλλειν Hdn. 6, 3, 12, neben ὑπείκειν ib. 13; – auch wie die Verba des Fürchtens mit μή construirt, ὥςτε ὀκνῶ, μή μοι ὁ Λυσίας ταπεινὸς φανῇ, Plat. Phaedr. 257 c; ἔςτ' ἂν ὀκνήσωσιν οἱ ἄγγελοι μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν, Xen. An. 2, 3, 9, wie 2, 4, 22; Dem. 1, 17 u. A.; – auch περί τινος, für Einen besorgt sein, Xen. Cyr. 4, 5, 20; – c. acc., οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν, 2, 2, 21, vgl. 6, 1, 17; τὸ μέλλον, 7, 1, 25; οὐδένα κίνδυνον, Dem. 18, 197; – οὐκ ὀκνητέον, Pol. 1, 14, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκνέω: Ἐπικ. ὀκνείω Ἰλ. Ε. 255: παρατ. ὤκνεον Υ. 155: μέλλ. -ήσω Ἰσοκρ. 131Α· ἀόρ. ὤκνησα Δημ., κλ.· (ὄκνος). Ἀποφεύγω ἢ διστάζω, δεν ἀποτολμῶ νὰ πράξω τι, ὀκνείω ἵππων ἐπιβαινέμεν Ἰλ. Ε. 255· ἀρχέμεναι πολέμοιο ὤκνεον Υ. 155· - Παρ’ Ἀττ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ αἰσθήματος ὅπερ φέρει δισταγμόν, ἑπομένως, 1) ἐπὶ αἰσχύνης, αἰδοῦς ἢ φόβου (ἠθικοῦ), ὀκνῶ προδότης καλεῖσθαι Σοφ. Φιλ. 93, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 246, Θουκ. 5. 61, Λυσ. Ἀποσπ. 11· οἷα ἐγὼ ὀκνῶ πρὸς ὑμᾶς ὀνομάσαι, διστάζω νὰ ἀναφέρω, ἀποφεύγω, δὲν τολμῶ, Δημ. 23. 17· τοσαῦθ’ ὅσα ὀκνήσαιμ’ ἂν ... εἰπεῖν ὁ αὐτ. 260. 25, πρβλ. 702. 4. 2) ἐπὶ ἐλέους ἢ οἴκτου, σὰς ὀκνῶ θρᾶξαι φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 628, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1271. 3) συχνότατα ἐπὶ δειλίας ἢ ὀκνηρίας, μεμηνότ’ ἄνδρα ... ὀκνεῖς ἰδεῖν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 81, πρβλ. Θουκ. 1. 120, Πλάτ. Γοργ. 462E, κτλ. - Ἡ Ὁμηρ. σύνταξις μετ’ ἀπαρ. ἐξηκολούθησε νὰ εἶναι κοινοτάτη, ἴδε ἀνωτ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., πῶς ... τὸ μητρὸς οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ; Σοφ. Ο. Τ. 976· ὃν μήτ’ ὀκνεῖτε ὁ αὐτ. Ο. Κ. 731, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· ὡσαύτως, ὀκνεῖν περί τινος αὐτόθι 4. 5, 20· ὀκν. μὴ …, Πλάτ. Φαῖδρ. 257C, Ξεν., κτλ. II. ὡσαύτως συχνάκις ἀπολ., διστάζω, δὲν ἀποφασίζω, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Σοφ. Ἠλ. 22, 320, κλ.· ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 13, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être lent, paresseux, tarder, différer;
2 hésiter, craindre, avec un inf., craindre de ; ὀκ. τινα, craindre qqn ; τι, περί τινος, redouter qch.
Étymologie: ὄκνος.
English (Autenrieth)
ipf. ὤκνεον: shrink from doing something, hesitate through some sort of dread, Il. 5.255 and Il. 20.155.