πολύλλιστος: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />invoqué par de nombreuses prières.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[λίσσομαι]]. | |btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />invoqué par de nombreuses prières.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[λίσσομαι]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[λίσσομαι]]): [[object]] of [[many]] prayers, Od. 5.445†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
ον, also η, ον Orph.H.32.14, al.: (λίσσομαι):—
A sought with many prayers, πολύλλιστον δέ σ' ἱκάνω Od.5.445; νηοὶ π. temples much frequented by suppliants, h.Ap.347, cf. h.Cer.28; βωμός B.10.41: later in act. sense, πολύλλιστος δέ σ' ἱκάνω Procl.H.7.51 (s.v.l.):—also πολύ-λιστος, Simon.45, cf.IG3.171 iii 12 (restd.).
German (Pape)
[Seite 665] viel angefleht, sehr gebeten; Od. 5, 445; auch νηός, ein Tempel, in welchem die Gottheit viel angerufen wird, H. h. Apoll. 347 Cer. 28; – übh. erfleht, erwünscht, Sp., die es auch dreier Endgn brauchen, Orph. H. 34, 2. – Adv., Schol. Od. 5, 445.
Greek (Liddell-Scott)
πολύλλιστος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· (λίσσομαι)· ― ὁ πολλάκις ἱκετευόμενος ἢ ὃν πολλοὶ ἱκετεύουσιν, εἰς ὃν γίνονται πολλαὶ ἱκεσίαι, πολύλλιστον δὲ σ’ ἱκάνω, ὁ Ὀδυσσεὺς ταῦτα λέγει πρὸς τὸν Φαίακα ποταμὸν ὅστις δέχεται αὐτὸν ἐκ τῆς θαλάσσης (πρβλ. τρίλλιστος), Ὀδ. Ε. 445· νηὸς π., ναὸς πολὺ θαμιζόμενος ὑπὸ ἱκετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 347, Δήμ. 28· ― ὁ κύριος τύπος πολύλιστος εὕρηται παρὰ Σιμωνίδῃ 84, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 511, σ. 914. ― Ἐπίρρ. πολυλίστως Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ε. 445.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
invoqué par de nombreuses prières.
Étymologie: πολύς, λίσσομαι.