πομπή: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action d’envoyer :<br /><b>1</b> envoi : πομπὴ ξύλων THC livraison de bois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> impulsion, inspiration;<br /><b>3</b> renvoi (dans les foyers) ; retour dans la patrie : [[δόμεναι]] πομπήν OD donner un heureux retour ; <i>en gén.</i> trajet, voyage;<br /><b>II.</b> action de reconduire <i>ou</i> d’escorter :<br /><b>1</b> escorte, conduite ; <i>avec idée de protection</i> [[θεῶν]] ὑπὸ πομπῇ IL sous la conduite <i>ou</i> sous la protection des dieux ; <i>en parl. du vent pour la navigation</i> οὐρία [[πομπή]] EUR vent favorable ; <i>invers.</i> ἀνταία [[πομπή]] EUR vent contraire ; [[αἱ]] πομπαί les gens qui accompagnent, escorte ; πομπὴν μετ’ ἀσφαλείας παρασχεῖν PLUT fournir une escorte avec un sauf-conduit;<br /><b>2</b> procession religieuse, pompe solennelle : πομπὴν πέμπειν THC mener une procession, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πέμπω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action d’envoyer :<br /><b>1</b> envoi : πομπὴ ξύλων THC livraison de bois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> impulsion, inspiration;<br /><b>3</b> renvoi (dans les foyers) ; retour dans la patrie : [[δόμεναι]] πομπήν OD donner un heureux retour ; <i>en gén.</i> trajet, voyage;<br /><b>II.</b> action de reconduire <i>ou</i> d’escorter :<br /><b>1</b> escorte, conduite ; <i>avec idée de protection</i> [[θεῶν]] ὑπὸ πομπῇ IL sous la conduite <i>ou</i> sous la protection des dieux ; <i>en parl. du vent pour la navigation</i> οὐρία [[πομπή]] EUR vent favorable ; <i>invers.</i> ἀνταία [[πομπή]] EUR vent contraire ; [[αἱ]] πομπαί les gens qui accompagnent, escorte ; πομπὴν μετ’ ἀσφαλείας παρασχεῖν PLUT fournir une escorte avec un sauf-conduit;<br /><b>2</b> procession religieuse, pompe solennelle : πομπὴν πέμπειν THC mener une procession, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πέμπω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[πέμπω]]): [[sending]] [[away]], dismissal, [[escort]].
}}
}}

Revision as of 15:33, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπή Medium diacritics: πομπή Low diacritics: πομπή Capitals: ΠΟΜΠΗ
Transliteration A: pompḗ Transliteration B: pompē Transliteration C: pompi Beta Code: pomph/

English (LSJ)

ἡ, (πέμπω)

   A conduct, escort, θεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ Il.6.171; οὔτε θεῶν πομπῇ οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων Od.5.32; π. δόμεναι 9.518; πομπᾷ Διὸς ξενίου A.Ag.748 (lyr.); θείῃ π. χρεώμενος Hdt.1.62, cf.3.77; οὐρία π., of a fair wind, E.IA 352 (troch.); also ἀνταίαν πνεῦσαι π. ib.1324 (lyr.): in pl., Ἀπολλωνίαις πομπαῖς Pi.P.5.91; Ζεφύροιο πομπαί Id.N.7.29; βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς A.Pers.58 (anap.), etc.    b concrete, an escort, ὑπ' εὔφρονι πομπᾷ Id.Eu.1034 (lyr.).    2 sending away, sending home, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.191, cf. 8.545, etc.; ὄφρα τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς 6.290; τεῦχε δὲ πομπήν 10.18, cf. Pi.P.4.164; πομπᾶς ἁγεμών E.Rh.229 (lyr.).    3 mission, θεοῦ τινος πομπῇ sent by . ., of a dream, Hdt.7.16.β, cf. Pl.R.383a; κατὰ σημείων πομπάς ib.382e: simply, sending, ξύλων Th.4.108.    II solemn procession, Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο Heraclit.15; ὑπὸ πομπῆς in procession, Hdt.2.45; σὺν πομπῇ Id.7.197; πομπὴν πέμπειν Id.5.56, Ar.Av.849, Th.6.56; τὰς π. πεμπειν, pompeu=sai D.4.26, IG22.1028.14; τῆς π., ὅπως ἂν ὡς κάλλιστα πεμφθῇ ib.12.84.26; τινι in honour of a god, Ar.Ach.248; μήλων κνισάεσσα πομπά the flesh of sheep for sacrifice carried in procession, Pi.O.7.80.    b at Rome, triumphal procession, Plb.6.39.9, etc.: generally, τείνειν π. lead a long procession, of a military expedition, A.Th.613.    2 metaph., pomp, parade, π. καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμός Pl.Ax.369d.    3 personified, on a vase, AJA30.424.

German (Pape)

[Seite 678] ἡ, Sendung, Geleit, mit dem Nebenbegriffe des Wegzeigens und des Schutzes, ὁ βῆ Λυκίηνδε θεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ, Il. 6, 171, vgl. Od. 5, 32; Ζεφύροιο πομπαί, Pind. N. 7, 29; auch Entsendung in die Heimath, Heimsendung, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα, Od. 7, 192, vgl. 193. 8, 545. 11, 332, wobei immer an die Beschaffung der zur Reise nöthigen Dinge zu denken, vgl. bes. 15, 150. 176. 180; ὄφρα τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρός, 6, 290; αὐτὰρ ἐμοὶ πομπὴν ὀτρύνετε πατρίδ' ἱκέσθαι, 7, 151; πομπᾷ Διὸς ξενίου, Aesch. Ag. 728; vgl. πομπαῖσιν Ἀφροδίτας, Εὐρυσθέως, Eur. Hel. 1131 Herc. Fur. 580; aber πομπὴν τείνειν ist = Weg machen, Aesch. Spt. 595; ὑπ' εὐθύφρονι πομπᾷ, Geleit, Eum. 987; οὐρίας πομπῆς σπανίζων, Eur. I. A. 352; πομπὴν πέμπειν τινί, Ar. Ach. 236 u. öfter. – Ein feierlicher Aufzug unter großem Geleit, eine Procession, μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80, vgl. N. 7, 46 P. 5, 85; Her. 2, 45; περί τε τὰς πομπὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας, Thuc. 2, 13 u. öfter; πομπὰς ποιεῖσθαι, Plat. Legg. VII, 796 c; auch übertr., εἰς πομπὴν καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν ἀνύτει, Ax. 369 d. Bei den Römern = Triumphzug. – Das Senden, Schicken, ἐνυπνίου, Plat. Rep. II, 343 a; αὐτός μοι πομπὴν παρασκευάσειν ἔφη, er werde meine Ueberfahrt besorgen. Ep. VII, 345 e. – Aber θείη πομπή ist = göttliche Schickung, Fügung, g. Antrieb, Her. 1, 62. 3, 77. 4, 152. 8, 94 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πομπή: ἡ, (πέμπω) ὁδηγία, συνοδεία, θεῶν ὑπ’ ἀμύμονι πομπῇ Ἰλ. Ζ. 171· οὔτε θεῶν π. οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ε. 32· δόμεναι π. Ι. 518· πομπᾷ Διὸς ξενίου Αἰσχύλ. Ἀγ. 748· οὐρία π., ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, Εὐρ. Ι. Α. 352· ὡσαύτως, ἀνταίαν πνεῦσαι π. αὐτόθι 1324· οὕτω βραδύτερον ἐν τῷ πληθ., Ἀπολλωνίαις πομπαῖς Πινδ. Π. 5. 122· Ζεφύροιο πομπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 42· βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 58, κτλ. β) συγκεκριμ., συνοδεία, οἱ συνοδεύοντες, ὑπ’ εὔφρονι πομπᾷ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1034, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 352, κτλ. 2) τὸ προπέμπειν ἢ πέμπειν τινὰ εἰς τὴν πατρίδα, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα Ὀδ. Η. 191, πρβλ. Θ. 545, κτλ.· ὄφρα τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς Ζ. 290· τεύχειν πομπήν τινι Κ. 18, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 292. 3) τὸ πέμπειν, ἀποστέλλειν, θεοῦ τινος πομπῇ, κατ’ ἀποστολὴν θεοῦ τινος, ἐπὶ ὀνείρου, Ἡρόδ. 7. 16, 2, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 383Α· κατὰ σημείων πομπὰς αὐτόθι 382Ε· ἁπλῶς, ἀποστολή, ξύλων Θουκ. 4. 108. 4) θείῃ πομπῇ Ἡρόδ. 1. 62., 3. 77, κτλ.· πρβλ. συναλλαγὴ ΙΙ. ΙΙ. δημοτελὴς πομπή, Λατ. pompa, ὑπὸ πομπῆς, ἐν πομπῇ, Ἡρόδ. 2. 45· σὺν πομπῇ 7. 197· πομπὴν πέμπειν 5. 56, Ἀριστοφ. Ὄρν. 849, Θουκ. 6. 56· τινι, εἰς τιμὴν θεοῦ τινος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 247· μήλων κνισάεσσα πομπή, τὰ κρέατα τῶν πρὸς θυσίαν σφαγέντων προβάτων φερόμενα ἐν πομπῇ, Πινδ. Ο. 7. 145· τὰς πομπὰς πέμπουσιν (πρβλ. πέμπω ΙΙΙ) Δημ. 47· 14· ― ἐν Ρώμῃ, θριαμβευτικὴ πομπή, Πολύβ., κλπ. 2) τείνω π., ὁδηγῶ μακρὰν πομπὴν ἐπὶ ἐκστρατείας, Αἰσχύλ. Θήβ. 613, Εὐρ. Ρῆσ. 229. 3) μεταφορ., πομπώδης ἐπίδειξις, εἰς πομπὴν καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν Πλάτ. Ἀξίοχ. 369D. ― Κατὰ τὸν Ἀμμώνιον: «πομπὴ καὶ πομπεία διαφέρει· πομπὴ μὲν γάρ, ἣν τοῖς θεοῖς πέμπουσι· πομπεία δὲ ἡ λοιδορία».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action d’envoyer :
1 envoi : πομπὴ ξύλων THC livraison de bois;
2 fig. impulsion, inspiration;
3 renvoi (dans les foyers) ; retour dans la patrie : δόμεναι πομπήν OD donner un heureux retour ; en gén. trajet, voyage;
II. action de reconduire ou d’escorter :
1 escorte, conduite ; avec idée de protection θεῶν ὑπὸ πομπῇ IL sous la conduite ou sous la protection des dieux ; en parl. du vent pour la navigation οὐρία πομπή EUR vent favorable ; invers. ἀνταία πομπή EUR vent contraire ; αἱ πομπαί les gens qui accompagnent, escorte ; πομπὴν μετ’ ἀσφαλείας παρασχεῖν PLUT fournir une escorte avec un sauf-conduit;
2 procession religieuse, pompe solennelle : πομπὴν πέμπειν THC mener une procession, etc.
Étymologie: πέμπω.

English (Autenrieth)

(πέμπω): sending away, dismissal, escort.