σκίμπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(Bailly1_4)
(sl1)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[σκήπτω]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκίπων]].
|btext=<i>c.</i> [[σκήπτω]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκίπων]].
}}
{{Slater
|sltr=[[σκίμπτομαι]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[set]] [[fast]], [[place]] [[firmly]] ἀλλ' ὅτ [[Αἰήτας]] ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις [[ἄροτρον]] σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)
}}
}}

Revision as of 12:22, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίμπτομαι Medium diacritics: σκίμπτομαι Low diacritics: σκίμπτομαι Capitals: ΣΚΙΜΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: skímptomai Transliteration B: skimptomai Transliteration C: skimptomai Beta Code: ski/mptomai

English (LSJ)

= σκήπτω,

   A press forward, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Pi.P.4.224; cf. <

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπτομαι: σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».

French (Bailly abrégé)

c. σκήπτω.
Étymologie: cf. σκίπων.

English (Slater)

σκίμπτομαι
   1set fast, place firmly ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)