νώνυμνος: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νώνυμνος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[nameless]] καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. [[πρόσθε]] γὰρ [[νώνυμνος]] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: [[νώνυμος]], νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)
|sltr=[[νώνυμνος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[nameless]] καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. [[πρόσθε]] γὰρ [[νώνυμνος]] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: [[νώνυμος]], νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)
}}
}}

Revision as of 12:28, 17 August 2017

German (Pape)

[Seite 273] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. δίδυμνος, ἀπάλαμνος); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; πρόσθε νώνυμνος, Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982.

Greek (Liddell-Scott)

νώνυμνος: -ον, Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ νώνῠμος, ἐν χρήσει ὅταν ἡ παραλήγουσα ἀναγκαίως πρέπῃ νὰ εἶναι μακρὰ (ὡς δίδυμνος ἀντὶ δίδυμος, ἀπάλαμνος ἀντὶ ἀπάλαμος), νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ’ Ἄργεος Ἰλ. Μ. 70, Ν. 227., Ξ. 70· γενεήν γε θεοὶ ν. ὀπίσσω θῆκαν Ὀδ. Α. 222, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 153· πρόσθε ν. Πινδ. Ο. 11 (10). 61.

English (Slater)

νώνυμνος
   1 nameless καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: νώνυμος, νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)