περίαλλος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui surpasse les autres ; <i>adv.</i> • περίαλλα SOPH par-dessus tout, supérieurement, extrêmement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄλλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui surpasse les autres ; <i>adv.</i> • περίαλλα SOPH par-dessus tout, supérieurement, extrêmement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄλλος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>περῐαλλος</b> n. pl. pro adv.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[particularly]] θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε [[Λοξίας]] (P. 11.5) c. gen., καὶ γὰρ ὁ [[πόντιος]] Ὀρσιτρίαινά νιν [[περίαλλα]] βροτῶν τίεν (Pae. 9.48)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>περῐαλλος</b> n. pl. pro adv.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[particularly]] θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε [[Λοξίας]] (P. 11.5) c. gen., καὶ γὰρ ὁ [[πόντιος]] Ὀρσιτρίαινά νιν [[περίαλλα]] βροτῶν τίεν (Pae. 9.48)
|sltr=<b>περῐαλλος</b> n. pl. pro adv.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[particularly]] θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε [[Λοξίας]] (P. 11.5) c. gen., καὶ γὰρ ὁ [[πόντιος]] Ὀρσιτρίαινά νιν [[περίαλλα]] βροτῶν τίεν (Pae. 9.48)
}}
}}

Revision as of 12:37, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίαλλος Medium diacritics: περίαλλος Low diacritics: περίαλλος Capitals: ΠΕΡΙΑΛΛΟΣ
Transliteration A: períallos Transliteration B: periallos Transliteration C: periallos Beta Code: peri/allos

English (LSJ)

ον,

   A before all others: Adv. περίαλλα before all, h.Pan. 46, Pi.P.11.5, Ar.Th.1070 (=E.Fr.115, lyr.), A.R.2.217, 3.529, dub. in S.OT1219 (lyr.).    II as Adj., superlative, γλωττισμοί AP5.131 (Phld.).
περίαλλος, ὁ,

   A = ἰσχίον, Hdn.Gr.1.158, Hsch., prob. in Alciphr. 1.39.

German (Pape)

[Seite 568] über andere hinaus, mehr als andere, ausgezeichnet, γλωττισμοί, Philodem. 21 (V, 132. u. öfter in der Anth. – Gew. im neutr. περίαλλα) adverbial, vorzüglich, besonders; H. h. 18, 46; Pind, περίαλλ' ἐτίμασε, P. 11, 5; u. so auch Soph. O. R. 1218; Ar. Thesm. 1070, wie Opp. H. 1, 143.

Greek (Liddell-Scott)

περίαλλος: -ον, ὁ πρὸ παντὸς ἄλλου· ἐν τῷ ἐπίρρ. περίαλλα, πάντες δ’ ἄρα θυμὸν ἔτερφεν ἀθάνατοι, περίαλλα δ’ ὁ Βάκχος Διόνυσος, πρὸ πάντων δὲ ὁ Βάκχος Διόν., Ὁμ. Ὕμν. 19. 46, Πινδ. Π. 11, 8, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1070· δύρομαι... π., ὑπερβαλλόντως, Σοφ. Ο. Τ. 119 (Λυρ.). ΙΙ. ἀμοιβαῖος, γλωττισμοὶ Ἀνθ. Π. 5. 132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui surpasse les autres ; adv. • περίαλλα SOPH par-dessus tout, supérieurement, extrêmement.
Étymologie: περί, ἄλλος.

English (Slater)

περῐαλλος n. pl. pro adv.,
   1 particularly θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας (P. 11.5) c. gen., καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν (Pae. 9.48)

English (Slater)

περῐαλλος n. pl. pro adv.,
   1 particularly θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας (P. 11.5) c. gen., καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν (Pae. 9.48)