λίθινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait de pierre ; τὰ λίθινα XÉN statues de marbre.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]].
|btext=η, ον :<br />fait de pierre ; τὰ λίθινα XÉN statues de marbre.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>λῐθῐνος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[stone]], [[stony]] [[οὐχ]] ἕτερον λιθίνα [[ψᾶφος]] [[ἔχει]] λόγον i. e. a [[stone]] [[inscription]] (O. 7.86) [[ἄτερ]] δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον [[γόνον]] i. e. a [[people]] sprung [[from]] stones (O. 9.45) ποικίλον [[κάρα]] δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων by [[turning]] [[them]] [[into]] [[stone]] (P. 10.48) [[βαθυμῆτα]] Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' [[ἔνδον]] τέγει i. e. a [[cave]] (N. 3.53) λιθίνοις δίσκοις (v. [[δίσκος]]) (I. 1.25) φά [τναις] ἐν λιθίναις βαλ [fr. 169. 21.
}}
{{Slater
|sltr=<b>λῐθῐνος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[stone]], [[stony]] [[οὐχ]] ἕτερον λιθίνα [[ψᾶφος]] [[ἔχει]] λόγον i. e. a [[stone]] [[inscription]] (O. 7.86) [[ἄτερ]] δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον [[γόνον]] i. e. a [[people]] sprung [[from]] stones (O. 9.45) ποικίλον [[κάρα]] δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων by [[turning]] [[them]] [[into]] [[stone]] (P. 10.48) [[βαθυμῆτα]] Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' [[ἔνδον]] τέγει i. e. a [[cave]] (N. 3.53) λιθίνοις δίσκοις (v. [[δίσκος]]) (I. 1.25) φά [τναις] ἐν λιθίναις βαλ [fr. 169. 21.
}}
}}

Revision as of 13:04, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθῐνος Medium diacritics: λίθινος Low diacritics: λίθινος Capitals: ΛΙΘΙΝΟΣ
Transliteration A: líthinos Transliteration B: lithinos Transliteration C: lithinos Beta Code: li/qinos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον AP9.719, D.L.2.33:—

   A made of stone, Hippon.10, Ibyc.22, Hdt.3.88, Th.3.68, Herod.7.109, PHib.1.27.26 (iii B.C.), etc.; λ. θάνατος, i.e. caused by seeing the Gorgon's head, Pi.P.10.48; so λ. εὐθὺς γίγνομαι Antiph.166.4; but, ἕστηκε λίθινος, of a statue, Hdt.2.141 (cf. ἵστημι A.1, B.111.2); τὰ λ. marble statues, X.Lac.3.5; Ἑρμῆς λ. Eub.96; for Hdt.2.69, v. λίθος 11.1, ὕαλος 11: metaph., καρδία LXX Ez.11.19. Adv. -νως like stone, λ. βλέπειν πρός τινα, with allusion to the Gorgon, X.Smp. 4.24.

German (Pape)

[Seite 44] auch 2 Endgn, Leon. Tar. 42 (IX, 719) u. D. L. 2, 33; von Stein, steinern, ψᾶφος, Pind. Ol. 7, 86, τέγος, N. 3, 51, δίσκος, I. 1, 25, auch θάνατος, P. 10, 48; νεώς, Ar. Av. 214; sp. D., Ζεύς, Nicarch. 36 (XI, 113), u. öfter in der Anth.; von Statuen, βασιλεὺς ἕστηκε λίθινος, Her. 2, 141, λέων, 7, 225; στήλη, Thuc. 5, 47; Folgende überall; τὰ λίθινα, steinerne Statuen, Xen. Lac. 3, 6. – Adv., λιθίνως βλέπειν πρός τινα, wie versteinert ansehen, Conv. 4, 24.

Greek (Liddell-Scott)

λίθῐνος: [λῐ], -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον Ἀνθ. Π. 9. 719, Διογ. Λ. 2. 33· (λίθος) - πεποιημένος ἐκ λίθου, ἢ ἀνήκων εἰς λίθον, Ἱππῶν. 10, Ἴβυκ. 22 (32), Πλάτ., κτλ.· λ. θάνατος ὃ ἐ. προξενούμενος ἐκ τῆς ὄψεως τῆς κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, Πινδ. Π. 10. 75· οὕτω, λ. εὐθὺς γίγνομαι Ἀντιφ. ἐν «Νεανίσκοις» 1. 4˙ ἀλλὰ στῆναι λίθινος, ἐπὶ ἀγάλματος, Ἡρόδ. 2. 141 (πρβλ. ἵστημι Α III. Ι)· τὰ λίθινα μαρμάρινα ἀγάλματα, Ξεν. Λακ. 3. 5˙ Ἑρμῆς λ. Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 2· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Ἡροδ. 2. 69, ἴδε ἐν λ. λίθος Ι. 2, ὕαλος II. Ἐπίρρ. -νως, ὁμοίως πρὸς λίθον, ὡς λίθος, λ. βλέπειν πρός τινα, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν Γοργόνα, Ξεν. Συμπ. 4. 24.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de pierre ; τὰ λίθινα XÉN statues de marbre.
Étymologie: λίθος.