τειχίζω: Difference between revisions
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[τεῖχος]]): only [[mid]]. aor., ἐτειχίσσαντο, built [[for]] [[themselves]], Il. 7.449†. | |auten=([[τεῖχος]]): only [[mid]]. aor., ἐτειχίσσαντο, built [[for]] [[themselves]], Il. 7.449†. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 17 August 2017
English (LSJ)
fut. Att.
A -ιῶ Th.6.97, D.6.14, 19.112: aor. ἐτείχισα Hdt.1.175: pf. τετείχικα D. 19.112:—Med., fut. τειχιοῦμαι X.Cyr.6.1.19 (v.l. -ίσασθαι): aor. ἐτειχισάμην Th.1.11; Ep. ἐτειχίσσαντο Il.7.449: (τεῖχος):—build a wall, Ar.Av.838, Th.1.64, etc.: c. acc. cogn., τ. μακρὰ τείχη build them, Id.5.82:—Med., τεῖχος ἐτειχίσσαντο they built them a wall, Il.7.449, cf. Th.3.105, And.3.38 (ἐτειχίσαμεν codd.); ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο Th.1.11:—Pass., to be built, πύργος τετείχισται Pi.I.5(4).44; ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται Id.P.6.9. 2 form a wall, τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ ὥσπερ τειχίσαντες Hdn.6.5.10. II trans., wall, fortify, ὄρος Hdt.1.175, etc.; τὸν Πειραιᾶ And.3.5; τὴν πόλιν, τὸν κρημνόν, Th.1.93, 6.101; στρατόπεδα δύο Id.3.6; λίθοις τ. τὴν πόλιν D.18.299; χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Aeschin.3.84; Μαγνησίαν D.1.22:—Med., τειχίζεσθαι τὸ χωρίον Th.4.3:— Pass., Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν Id.1.93; τὰ τετειχισμένα the fortified parts, Id.4.9; ἐτετείχιστο . . τὰ βασιλήϊα περιβόλῳ stood enclosed by a surrounding wall, Hdt.1.181: metaph., [Αἴγυπτον] τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Isoc.11.12; ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις D.19.84.
German (Pape)
[Seite 1081] (eine Mauer) bauen; im med., τεῖχος ἐτειχίσσαντο, sie bau'ten sich eine Mauer, Il. 7, 449, wie Plat. Menex. 245 a u. Xen. Cyr. 6, 1, 19, τετείχιστο, es war eine Mauer gebau't, Her. 1, 181, – mit einer Mauer versehen, befestigen, τετείχισται πύργος, Pind. I. 4, 44; auch übertr., ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται, P. 6. 9. οἱ Ἀθην.αῖοι ἐτειχίσθησαν, Thuc. 1, 93. χωρίον., 4. 3 u. öfter; Μαγνησίαν, Dem. 1, 22; φρούριον, ἐρύματα, Xen. Cyr. 3, 1, 10. 2, 1 Hell. 1, 2, 1; τὴν πόλιν, Pol. 5, 93, 5; auch Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην, geschützt, Isocr. 11, 12.
Greek (Liddell-Scott)
τειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Θουκ. 6. 97, Δημ. 69. 18., 375. 7· ἀόρ. ἐτείχισα Ἡρόδ. 1. 175· πρκμ. τετείχικα Δημ. 375. 11. ― Μέσ., ἀόρ. ἐτειχισάμην Ξεν.· (τεῖχος). Ὡς καὶ νῦν, κτίζω, (πρβλ. τειχέω), Ἀριστοφ. Ὄρν. 838, Θουκ. 1. 64, κλπ.· μετὰ συστοίχου αἰτ., τ. τεῖχος, οἰκοδομῶ, ἐγείρω τεῖχος, ὁ αὐτ. 5. 82, Ἀνδοκ. 28. 18, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τεῖχος ἐτειχίσσαντο, ἔκτισαν δι’ ἑαυτοὺς τεῖχος, Ἰλ. Η. 449, πρβλ. Θουκ. 3. 105· ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο ὁ αὐτ. 1. 11. ― Παθ., πύργος τετείχισται Πινδ. Ι. 5 (4). 56· ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται ὁ αὐτ. Π. 6. 9· τετείχιστο, ἀπροσ., ὑπῆρχον οἰκοδομαί, Ἡρόδ. 1. 181. 2) σχηματίζω ὡς τεῖχος, τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ ὥσπερ τειχίσαντες Ἡρόδ. 6. 5. ΙΙ. μεταβ., περιτειχίζω, διὰ τείχους περικλείω, ὀχυρώνω, τὸ οὖρος Ἡρόδ. 1. 175, κλπ.· τὸν Πειραιᾶ Ἀνδοκ. 24. 4· τὴν πόλιν, τὸν κρημνὸν Θουκ. 1. 93., 6. 101· στρατόπεδα δύο ὁ αὐτ. 3.6· λίθοις τ. τὴν πόλιν Δημ. 325. 23· χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Αἰσχίν. 65. 33· Μαγνησίαν Δημ. 15. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τειχίζεσθαι τὸ χωρίον Θουκ. 4. 3. ― Παθ., περικλείομαι διὰ τείχους ἢ διὰ τειχῶν, οἱ Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν ὁ αὐτ. 1. 93· τὰ τετειχισμένα, τὰ ὠχυρωμένα μέρη, ὁ αὐτ. 4. 9· μεταφορ., Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Ἰσοκρ. 224Α· ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις Δημ. 367. 18.
French (Bailly abrégé)
f. att. τειχιῶ, ao. ἐτείχισα, pf. τετείχικα;
Pass. pqp. ἐτετειχίσμην;
1 construire un mur ; en gén. construire en guise de rempart ou pour se défendre ; τ. τεῖχος THC m. sign. ; • impers. τετείχιστο HDT des fortifications étaient élevées;
2 entourer de remparts, fortifier : λίθοις τ. τὴν πόλιν DÉM fortifier la ville d’un rempart de pierres ; Pass. être fortifié : τῷ Νείλῳ ISOCR par le Nil en parl. de l’Égypte ; abs. τὰ τετειχισμένα THC les parties de la ville fortifiées;
Moy. τειχίζομαι (f. τειχιοῦμαι, ao. ἐτειχισάμην);
1 construire pour sa défense : τεῖχος IL un rempart;
2 fortifier d’un rempart pour sa défense, acc..
Étymologie: τεῖχος.
English (Autenrieth)
(τεῖχος): only mid. aor., ἐτειχίσσαντο, built for themselves, Il. 7.449†.