Ἀπολλώνιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(Bailly1_1)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />d’Apollon.<br />'''Étymologie:''' [[Ἀπόλλων]].
|btext=α, ον :<br />d’Apollon.<br />'''Étymologie:''' [[Ἀπόλλων]].
}}
{{Slater
|sltr=[[Ἀπολλώνιος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[Apollo]] δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων, [[Ἀπολλώνιον]] [[ἄθυρμα]] (P. 5.23) Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πομπαῖς in [[Cyrene]] (P. 5.90) ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ νάπᾳ (cf. Σ. ἐν τῷ ναῷ τῷ ἐν [[Πυθοῖ]]. [[ἐκεῖ]] γὰρ ἡ [[Ἀπολλωνία]] [[νάπη]], περὶ ἧς ἐν παιᾶσιν [[εἴρηται]]. = fr. 69) (P. 6.9)
}}
}}

Revision as of 13:56, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀπολλώνιος Medium diacritics: Ἀπολλώνιος Low diacritics: Απολλώνιος Capitals: ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Transliteration A: Apollṓnios Transliteration B: Apollōnios Transliteration C: Apollonios Beta Code: *)apollw/nios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or belonging to Apollo, Pi.P.6.9, etc.:— fem. Ἀπολλ-ωνιάς (sc. πόλις or νᾶσος), άδος, ἡ, i.e. Delos, Id.I.1.6: also, = δάφνη, Hsch.    II Ἀπολλ-ώνιος, ὁ, (sc. μήν) name of month at Elis, Methymna, etc., Sch.Pi.O.3.35, IG12(2).505, etc.    III Ἀπολλ-ώνιον, τό, temple of Apollo, Th.2.91, Arist.Mir.840a21, GDI5726.45 (Halic.): —also Ἀπολλ-ώνειον, D.S.14.16, etc., cf. Eust.1562.54.    IV Ἀπολλ-ώνια, τά, festival of Apollo, IG11(2).105 (Delos), etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀπολλώνιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, Πινδ. Π. 6. 9, κτλ.: θηλυκ. καὶ Ἀπολλωνιὰς (ἐνν. πόλιςνῆσος), ἡ, ὅ ἐ. ἡ Δῆλος, Πινδ. Ι. 1. 6. ΙΙ. Ἀπολλώνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος, Θουκ. 2. 91, Ἀριστ. π. Θαυμ. 107, Ἐπιγρ. Ἁλικ. παρὰ Newton σ. 162· ὡσαύτως -ώνειον, Διόδ. 14. 16, κτλ., ἴδε Εὐστ. 1562. 54. ΙΙΙ. Ἀπολλωνία, ἡ, πόλις τοῦ Ἀπόλλωνος, ὄνομα πόλεώς τινος ἐν Θράκῃ. Ἡρόδ., ἐν Ἰλλυρίᾳ, Θουκ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d’Apollon.
Étymologie: Ἀπόλλων.

English (Slater)

Ἀπολλώνιος
   1 of Apollo δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων, Ἀπολλώνιον ἄθυρμα (P. 5.23) Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πομπαῖς in Cyrene (P. 5.90) ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ νάπᾳ (cf. Σ. ἐν τῷ ναῷ τῷ ἐν Πυθοῖ. ἐκεῖ γὰρ ἡ Ἀπολλωνία νάπη, περὶ ἧς ἐν παιᾶσιν εἴρηται. = fr. 69) (P. 6.9)