Δωρίς: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
(21) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Δωρίς]] f. adj., <br /> <b>1</b> [[Dorian]] [[ἵκεο]] Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν cf. [[Δωριεύς]]. (N. 3.3) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (sc. ὦ Θήβα) [[ἕλον]] δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι [[σέθεν]] ἔκγονοι (I. 7.12) | |sltr=[[Δωρίς]] f. adj., <br /> <b>1</b> [[Dorian]] [[ἵκεο]] Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν cf. [[Δωριεύς]]. (N. 3.3) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (sc. ὦ Θήβα) [[ἕλον]] δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι [[σέθεν]] ἔκγονοι (I. 7.12) | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[Δωρίς]] [[wife]] of [[Nereus]], [[mother]] of the [[fifty]] Nereids. ]αγλαοκ[όλπου] Δωρίδος [πε]ντήκο[ντα κο]ύραις[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:57, 17 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ. fem. Adj. Dorian,
A ἐσθής Hdt.5.88; φωνή Th.6.5, etc.: hence, 1 Δ. νᾶσος the Dorian island, of Aegina and Peloponnesus, Pi.N.3.3, S.OC696 (lyr.), etc. 2 (with or without γῆ) Doris, in Northern Greece, Hdt.8.31, Plu.Them.9, etc. 3 Δ. κόρα a Dorian damsel, E.Hec.934 (lyr.). 4 (sc. κοπίς) Dorian knife used at sacrifices, Id.El.819. 5 Δωρίς, = ἔχιον, Dsc.4.27. b = λεοντοπέταλον, Ps.- Dsc.3.96 (also δωριπτερίς ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
Δωρίς: -ίδος, ἡ θηλ. ἐπίθ. =Δωρική, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 88· φωνὴ Θουκ. 6. 5, κτλ.· ἐντεῦθεν, 1) Δωρὶς νᾶσος, ἡ Δωρικὴ νῆσος, δηλ. ἡ Πελοπόννησος, Πίνδ. Ν. 3. 5, Σοφ. Ο. Κ. 695, κτλ. 2) (μετὰ τοῦ γῆ ἢ ἄνευ αὐτοῦ) ἡ Δωρίς, ἐν τοῖς βορείοις τῆς Ἑλλάδος, Ἡρόδ. 8. 31, Θουκ., κτλ. 3) Δ. κόρα, Δωρικὸν κοράσιον, Εὐρ. Ἑκ. 934. 4) (ἐνν. κοπὶς) Δωρικὴ μάχαιρα ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Εὐρ. Ἠλ. 819 (κατὰ Seidl. ἀντὶ δορίδ’, ὅπερ ἐναντίον τοῦ μέτρου· κατὰ δὲ τὸν Nauck δορίδ’ ἀναρπάξας).
French (Bailly abrégé)
1ίδος
1 adj. dorien, dorienne;
2 ἡ Δωρίς (γῆ) Doride, contrée de Grèce.
Étymologie: Δωριεύς.
2ίδος (ἡ) :
Dôris (la Dorienne), Néréide.
Étymologie: Δωρίς.
English (Autenrieth)
a Nereid, Il. 18.45†.
English (Slater)
Δωρίς f. adj.,
1 Dorian ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν cf. Δωριεύς. (N. 3.3) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (sc. ὦ Θήβα) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι (I. 7.12)
English (Slater)
Δωρίς wife of Nereus, mother of the fifty Nereids. ]αγλαοκ[όλπου] Δωρίδος [πε]ντήκο[ντα κο]ύραις[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 4.