ἀνορούω: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(21) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only aor. ἀνόρουσεν, -σαν, [[part]]. -σᾶς: [[spring]] up; ἐκ θρόνων, ὕπνου, ἐς [[δίφρον]], Il. 16.130; [[ἠέλιος]], ‘climbed [[swiftly]] up the [[sky]],’ Od. 3.1. | |auten=only aor. ἀνόρουσεν, -σαν, [[part]]. -σᾶς: [[spring]] up; ἐκ θρόνων, ὕπνου, ἐς [[δίφρον]], Il. 16.130; [[ἠέλιος]], ‘climbed [[swiftly]] up the [[sky]],’ Od. 3.1. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἀνορούω]] <br /> <b>1</b> [[leap]] up, [[start]] up πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v. l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ ([[αὐτόθ]]' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀνορούω]] <br /> <b>1</b> [[leap]] up, [[start]] up πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v. l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ ([[αὐτόθ]]' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15) | |sltr=[[ἀνορούω]] <br /> <b>1</b> [[leap]] up, [[start]] up πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v. l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ ([[αὐτόθ]]' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15) | ||
}} | }} |
Revision as of 13:59, 17 August 2017
English (LSJ)
poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (X.Eq.3.7,8.5 has pres. inf. and part.):—
A start up, leap up, abs., Il.9.193, Od.3.149, Sapph.Supp.20a.11, etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Od.22.23; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. Il.10.162, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. 11.273; so Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε . . οὐρανὸν ἐς .. Helios went swiftly up the sky, Od. 3.1; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. Il.1.248; ἀνορούσαις (Aeol. part.) Pi. O.7.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορούω: ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· οὕτως, Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος ταχέως ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. épq. ἀνόρουσα;
se lever vivement, s’élancer.
Étymologie: ἀνά, ὀρούω.
English (Autenrieth)
only aor. ἀνόρουσεν, -σαν, part. -σᾶς: spring up; ἐκ θρόνων, ὕπνου, ἐς δίφρον, Il. 16.130; ἠέλιος, ‘climbed swiftly up the sky,’ Od. 3.1.
English (Slater)
ἀνορούω
1 leap up, start up πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v. l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ (αὐτόθ' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15)
English (Slater)
ἀνορούω
1 leap up, start up πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v. l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ (αὐτόθ' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15)