ἀρείων: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[root]] ἀρ, cf. [[ἄριστος]], [[ἀρετή]]): comp. ([[answering]] to [[ἀγαθός]]), [[better]], [[superior]], etc.; πλέονες καὶ ἀρείους, ‘mightier,’ Od. 9.48 ; [[πρότερος]] καὶ [[ἀρείων]], Il. 23.588; κρεῖσσον καὶ [[ἄρειον]], Od. 6.182; (παῖδες) οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους, Od. 2.277; adv., [[τάχα]] δὲ φράσεται καὶ [[ἄρειον]], Od. 23.114.
|auten=([[root]] ἀρ, cf. [[ἄριστος]], [[ἀρετή]]): comp. ([[answering]] to [[ἀγαθός]]), [[better]], [[superior]], etc.; πλέονες καὶ ἀρείους, ‘mightier,’ Od. 9.48 ; [[πρότερος]] καὶ [[ἀρείων]], Il. 23.588; κρεῖσσον καὶ [[ἄρειον]], Od. 6.182; (παῖδες) οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους, Od. 2.277; adv., [[τάχα]] δὲ φράσεται καὶ [[ἄρειον]], Od. 23.114.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰρείων</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[better]] “ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ [[νῦν]] ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστοσἥρως” (P. 8.49) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ [[γέρας]] τό περ [[νῦν]] καὶ [[ἄρειον]] [[ὄπιθεν]] (N. 7.101) ἀγαπατὰ δὲ [[τῶν]] ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς [[ἄρειον]] ἀεὶ βλέπειν [[χρῆμα]] πάν pr. (I. 8.13)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰρείων</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[better]] “ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ [[νῦν]] ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστοσἥρως” (P. 8.49) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ [[γέρας]] τό περ [[νῦν]] καὶ [[ἄρειον]] [[ὄπιθεν]] (N. 7.101) ἀγαπατὰ δὲ [[τῶν]] ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς [[ἄρειον]] ἀεὶ βλέπειν [[χρῆμα]] πάν pr. (I. 8.13)
|sltr=<b>ᾰρείων</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[better]] “ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ [[νῦν]] ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστοσἥρως” (P. 8.49) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ [[γέρας]] τό περ [[νῦν]] καὶ [[ἄρειον]] [[ὄπιθεν]] (N. 7.101) ἀγαπατὰ δὲ [[τῶν]] ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς [[ἄρειον]] ἀεὶ βλέπειν [[χρῆμα]] πάν pr. (I. 8.13)
}}
}}

Revision as of 13:59, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρείων Medium diacritics: ἀρείων Low diacritics: αρείων Capitals: ΑΡΕΙΩΝ
Transliteration A: areíōn Transliteration B: areiōn Transliteration C: areion Beta Code: a)rei/wn

English (LSJ)

[ᾰ], ον, gen. ονος, used as Comp. of ἀγαθός, cf. ἄριστος: —

   A better, stouter, braver, in Hom. of all advantages of body, birth, and fortune, Il.1.260, al., cf. Hes.Op.207, Pi.N.7.101, A.Th.305 (lyr.), Ag.81 (lyr.):—rare in Prose, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Arist.Fr. 44.    II ἀρείονες, οἱ, a kind of snail or slug, Ael.NA10.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρείων: [ᾰ], ὁ, ἡ, ἄρειον, τὸ, γεν. ονος ἐν χρήσει ὡς συγκρ. τοῦ ἀγαθός, πρβλ. ἄριστος: (ἴδε *ἄρω)· ἱκανώτερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, ἐξοχώτερος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ πάσης ὑπεροχῆς σώματος, καταγωγῆς ἤ πλούτου, ἤδη γὰρ ποτ’ ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα Ἰλ. Α. 260· ὡσαύτως παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 205, Πινδ. Ν. 7. 149, καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 420, Θήβ. 305, Ἀγ. 81· ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Ἀριστ. Ἀποσπ. 40.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sert de comparatif à ἀγαθός :
1 plus fort, plus courageux;
2 en gén. meilleur, supérieur.
Étymologie: DELG étym. peu claire ; apparenté à ἀρετή, ἀραρίσκω.

English (Autenrieth)

(root ἀρ, cf. ἄριστος, ἀρετή): comp. (answering to ἀγαθός), better, superior, etc.; πλέονες καὶ ἀρείους, ‘mightier,’ Od. 9.48 ; πρότερος καὶ ἀρείων, Il. 23.588; κρεῖσσον καὶ ἄρειον, Od. 6.182; (παῖδες) οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους, Od. 2.277; adv., τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον, Od. 23.114.

English (Slater)

ᾰρείων
   1 better “ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστοσἥρως” (P. 8.49) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (N. 7.101) ἀγαπατὰ δὲ τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν pr. (I. 8.13)

English (Slater)

ᾰρείων
   1 better “ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστοσἥρως” (P. 8.49) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (N. 7.101) ἀγαπατὰ δὲ τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν pr. (I. 8.13)