αἰνίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> αἰνίξομαι, <i>ao.</i> [[ᾐνιξάμην]] <i>et au sens Pass.</i> [[ᾐνίχθην]], <i>pf.</i> [[ᾔνιγμαι]];<br /><b>1</b> <i>Moy.</i> dire à mots couverts, laisser entendre, faire allusion à, acc.;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être indiqué à mots couverts.<br />'''Étymologie:''' [[αἶνος]].
|btext=<i>f.</i> αἰνίξομαι, <i>ao.</i> [[ᾐνιξάμην]] <i>et au sens Pass.</i> [[ᾐνίχθην]], <i>pf.</i> [[ᾔνιγμαι]];<br /><b>1</b> <i>Moy.</i> dire à mots couverts, laisser entendre, faire allusion à, acc.;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être indiqué à mots couverts.<br />'''Étymologie:''' [[αἶνος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[αἰνίσσομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[predict]] cf. Hesych., ἠινίξατο· ὑπεσήμανεν. λόγον τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος [[παῖς]] αἰνίξατο (Boeckh: ᾐνίξατο codd.) (P. 8.40)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[αἰνίσσομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[predict]] cf. Hesych., ἠινίξατο· ὑπεσήμανεν. λόγον τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος [[παῖς]] αἰνίξατο (Boeckh: ᾐνίξατο codd.) (P. 8.40)
|sltr=[[αἰνίσσομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[predict]] cf. Hesych., ἠινίξατο· ὑπεσήμανεν. λόγον τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος [[παῖς]] αἰνίξατο (Boeckh: ᾐνίξατο codd.) (P. 8.40)
}}
}}

Revision as of 14:00, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνίσσομαι Medium diacritics: αἰνίσσομαι Low diacritics: αινίσσομαι Capitals: ΑΙΝΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: ainíssomai Transliteration B: ainissomai Transliteration C: ainissomai Beta Code: ai)ni/ssomai

English (LSJ)

Att. αἰνίττομαι: fut. αἰνίξομαι: aor. ᾐνιξάμην : (αἶνος):—

   A speakdarkly or in riddles, μῶνᾐνιξάμην; S.Aj.1158; λόγοισικρυπτοῖσιν αἰ. E.Ion430; γνωρίμως αἰνίξομαι so as to be understood, Id.El.946: c. acc. cogn., λόγον . . αἰνίξατο Pi.P.8.40; αἰνίσσεσθαι ἔπεα to speak riddling verses, Hdt.5.56: c. acc. rei, hint a thing, intimate, shadow forth, Pl.Ap.21b, Tht.152c; τὸ δίκαιον ὃ εἴη R.332b; ὅτι . . Phd.69c; αἰ. εἰς . . to refer as in a riddle to, to hint at, εἰς Κλέωνα τοῦτ' αἰνίττεται Ar.Pax47; τὴν Κυλλήνην . . εἰς τὴν χεῖρ' ὀρθῶς ᾐνίξατο used the riddling word Cyllene (cf. κυλλός)... Id.Eq.1085; so ᾐνίξαθ' ὁ Βάκις τοῦτο πρὸς τὸν ἀέρα Id.Av.970; αἰνιττόμενος εἰς ἐμέ Aeschin.2.108; αἰ. ὡς . . Ps.-Plu. Vit.Hom.4:—αἰ. τὸν ὠκεανόν form guesses about it, Arist.Mete.347a6.    II Act. in late Prose, Philostr.V A6.11.    III Pass., to be spoken darkly, aor. ᾐνίχθην Pl.Grg.495b: pf. ᾔνιγμαι Thgn.681, Ar.Eq.196, Arist.Rh. 1405b4.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνίσσομαι: Ἀττ. -ττομαι: μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. ᾐνιξάμην: ‒ ἀποθ. ἀλλὰ καὶ ὡς παθητ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ: (αἶνος). Ὁμιλῶ σκοτεινῶς, ἤτοι αἰνιγματωδῶς, Πινδ. Π. 8. 56· μῶν ᾐνιξάμην; Σοφ. Αἴ. 1158· λόγοισι κρυπτοῖσι αἰν., Εὐρ. Ἴων 430· γνωρίμως αἰνίξομαι, = οὕτως ὥστε νὰ ἐννοήσωσιν οἱ ἀκούοντες, ὁ αὐτ. Ἠλ. 946· αἰνίσσεσθαι ἔπεα = λέγω στίχους αἰνιγματώδεις, Ἡρόδ. 5. 56: ‒ μετ᾿ αἰτ. πράγμ. = ὑπαινίσσομαί τι, ὑπονοῶ, προϋποδεικνύω τι ὅπερ μέλλω νὰ ἐκθέσω, Πλάτ. Ἀπολ. 21Β. Θεαίτ. 182C. κτλ: ‒ ὡσαύτως αἰν. εἰς... = ἀναφέρομαι ὡς δι᾿ αἰνίγματος εἴς τινα ἢ εἴς τι· ὑπονοῶ τινα ἤ τι, εἰς Κλέωνα τοῦτ᾿ αἰνίττεται, Ἀριστοφ. Εἰρ. 47· τὴν Κυλλήνην... εἰς τὴν χεῖρ᾿ ὀρθῶς ᾐνίξατο τὴν Διοπείθους, μετεχειρίσθη τὴν αἰνιγματ. λέξιν Κυλλήνη ἀναφερόμενος εἰς τὴν χεῖρα..., ὁ αὐτ. Ἱπ. 1085· οὕτως: ᾐνίξαθ᾿ ὁ Βάκις τοῦτο πρὸς τὸν ἀέρα, ὁ αὐτ. Ὄρν. 970: ‒ αἰνιττόμενος εἰς ἐμέ, Αἰσχίν. 42. 19: - αἰν. ὡς..., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66: ‒ αἰν. τὸν ὠκεανόν = σχηματίζω εἰκασίαν περὶ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 9. 5. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ. ὅταν γίνηται λόγος μυστηριώδης καὶ αἰνιγματώδης περί τινος· ἀλλ᾿ ἴσως δόκιμος εἶνε μόνον ὁ ἀόρ. ᾐνίχθην, Πλάτ. Γοργ. 495Β, ὁ πρκμ. ᾔνιγμαι, Θέογν. 681, Ἀριστοφ. Ἱπ. 196, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

f. αἰνίξομαι, ao. ᾐνιξάμην et au sens Pass. ᾐνίχθην, pf. ᾔνιγμαι;
1 Moy. dire à mots couverts, laisser entendre, faire allusion à, acc.;
2 Pass. être indiqué à mots couverts.
Étymologie: αἶνος.

English (Slater)

αἰνίσσομαι
   1 predict cf. Hesych., ἠινίξατο· ὑπεσήμανεν. λόγον τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο (Boeckh: ᾐνίξατο codd.) (P. 8.40)

English (Slater)

αἰνίσσομαι
   1 predict cf. Hesych., ἠινίξατο· ὑπεσήμανεν. λόγον τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο (Boeckh: ᾐνίξατο codd.) (P. 8.40)