δύσφορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à porter, lourd, pesant;<br /><b>II.</b> difficile à supporter ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> intolérable;<br /><b>2</b> funeste ; τὰ δύσφορα SOPH les maux;<br /><b>III.</b> qui se porte à faux, égaré.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à porter, lourd, pesant;<br /><b>II.</b> difficile à supporter ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> intolérable;<br /><b>2</b> funeste ; τὰ δύσφορα SOPH les maux;<br /><b>III.</b> qui se porte à faux, égaré.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φέρω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[δύσφορος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[grievous]], [[painful]] ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε [[μιχθείς]] (N. 1.55) δυσφόρων μεριμνᾶν fr. 248.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[δύσφορος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[grievous]], [[painful]] ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε [[μιχθείς]] (N. 1.55) δυσφόρων μεριμνᾶν fr. 248.
|sltr=[[δύσφορος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[grievous]], [[painful]] ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε [[μιχθείς]] (N. 1.55) δυσφόρων μεριμνᾶν fr. 248.
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσφορος Medium diacritics: δύσφορος Low diacritics: δύσφορος Capitals: ΔΥΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dýsphoros Transliteration B: dysphoros Transliteration C: dysforos Beta Code: du/sforos

English (LSJ)

ον,

   A hard to bear, heavy, θώρακες X.Mem.3.10.13.    2 mostly of sufferings, hard to bear, grievous, θάμβος, μέριμνα, Pi.N.1.55, Fr. 248; ἄτα, βίος, A.Eu.372 (lyr., codd.), Ag.859, etc.; δ. γνῶμαι false, blinding fancies, S.Aj.51; τὰ δ. our troubles, sorrows, Id.OT87, cf. El.144 (lyr.); δύσφορόν [ἐστι] X.Cyr.1.6.17. Adv. δυσφόρως, διάγειν τὴν νύκτα Hp.Epid.5.95; δ. φέρειν Id.Aph.1.18 (Sup.), Hdn.1.8.4; δ. ἔχειν S.OT770; impatiently, τοὔνειδος ἦγον ib.783.    3 of food, oppressive, X.Cyr.1.6.17.    4 bearing bad crops, χώρα Men.Rh. p.345 S.    II (from Pass.) moving with difficulty, slow of motion, σώματα Pl.Ti.74e; ἵππος X.Eq.1.12 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu tragen; ἀσπίδες Xen. Mem. 3, 10, 13; übertr., lästig, unerträglich; θάμβος, μέριμναι, Pind. N. 1, 55 frg. 124; γόος, ἄτα, βίος, Aesch. Spt. 639 Eum. 350 Ag. 833; vgl. Soph. Ai. 628 u. öfter; δύσφορον γάρ, es ist lästig, Xen. Cyr. 1, 6, 17. – Aber σώματα, schwerfällig, Plat. Tim. 74 e; vgl. Xen. de re equ. 1, 12; Poll. 1, 198, von Pferden, die einen schleppenden Gang haben; s. φορά. – Bei Soph. Ai. 51 γνῶμαι, verwirrt, Schol. παράφοροι. – Adv., δυσφόρως, ἔχειν Soph. O. R. 770; ἄγειν τι, übel ertragen, 783; φέρειν Hdn. 6, 6, 1, = ἀγανακτέω.

Greek (Liddell-Scott)

δύσφορος: -ον, δυσυπόφερτος, βαρύς, θώρακες Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. 2) συνήθ. ἐπὶ παθημάτων, δυσκολοϋπόφερτος, θλιβερός, λυπηρός, θάμβος, μέριμνα Πίνδ. Ν. 1. 85, Ἀποσπ. 124· ἄτη, βίος κτλ., Τραγ.· δύσφοροι γνῶμαι, ψευδεῖς, ἀποτυφλοῦσαι φαντασίαι, Σοφ. Αἴ. 51 (πρβλ. παράφορος)· τὰ δύσφορα, αἱ θλίψεις, αἱ λῦπαι, τὰ κακὰ, Σοφ. Ο. Τ. 87, πρβλ. Ἠλ. 144· ― δύσφορόν [ἐστι] Ξεν. Κύτρ. 1. 6, 17· ― Ἐπίρρ. δυσφόρως φέρειν Ἱππ. Ἀφ. 1244· δ. ἄγειν, ἔχειν Σοφ. Ο.Τ. 770, 783. 3) ἐπὶ τροφῆς, βαρύς, ὀχληρός, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, πρβλ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) μετὰ δυσκολίας κινούμενος, βραδυκίνητος, σώματα Πλάτ. Τιμ. 74Ε· ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. difficile à porter, lourd, pesant;
II. difficile à supporter ; fig.
1 intolérable;
2 funeste ; τὰ δύσφορα SOPH les maux;
III. qui se porte à faux, égaré.
Étymologie: δυσ-, φέρω.

English (Slater)

δύσφορος, -ον
   1 grievous, painful ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς (N. 1.55) δυσφόρων μεριμνᾶν fr. 248.

English (Slater)

δύσφορος, -ον
   1 grievous, painful ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς (N. 1.55) δυσφόρων μεριμνᾶν fr. 248.