ἄπεπλος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(21) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans manteau, vêtu seulement d’une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πέπλος]]. | |btext=ος, ον :<br />sans manteau, vêtu seulement d’une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πέπλος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰπεπλος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[unrobed]] ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (sc. Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰπεπλος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[unrobed]] ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (sc. Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14) | |sltr=<b>ᾰπεπλος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[unrobed]] ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (sc. Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14) | ||
}} | }} |
Revision as of 14:02, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unrobed, i.e. in her tunic only, of a girl, ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.N.1.50; λευκῶν φαρέων ἄπεπλος, i.e. clad in black, E.Ph.324(lyr.).
German (Pape)
[Seite 287] ohne Gewand, Pind. N. 1, 50; φαρέων ἄπεπλος Eur. Phoen. 335, ohne Kleid.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπεπλος: -ον, ἄνευ πέπλου, ὅ ἐ. μόνον μετὰ χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ μονόπεπλος ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 (ἔνθα τὸ πέπλος λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― ἄπεπλος φαρέων λευκῶν, ἀνείμων λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans manteau, vêtu seulement d’une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.
Étymologie: ἀ, πέπλος.
English (Slater)
ᾰπεπλος, -ον
1 unrobed ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (sc. Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14)
English (Slater)
ᾰπεπλος, -ον
1 unrobed ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (sc. Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14)