ἀνθρακιά: Difference between revisions
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />amas de charbon.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθραξ]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br />amas de charbon.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθραξ]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ἀνθρᾰκιά</b> <br /> <b>1</b> [[embers]] “δοιὰ [[βοῶν]] θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Schr.: δεἰς ἀνθ. codd.) fr. 168. 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:29, 17 August 2017
English (LSJ)
ᾶς, Ep. ἀνθρᾰκ-ιή, ῆς, ἡ,
A burning charcoal, hot embers, ἀνθρακιὴν στορέσαι Il.9.213; ὑποθεῖναι Hp.Nat.Mul.61; ἀνθρακιᾶς ἄπο a broil hot from the embers, E.Cyc.358, cf. AP6.105 (Apollonid.); ἐπ' ἀνθρακιᾶς ὀπτῆσαι Cratin. 143; σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει warms himself at your fire, Ar.Eq. 780: metaph. of lovers, τιθέναι τινὰ ὑπὸ ἀνθρακιῆ or ἀνθρακιήν AP12.17,166 (Asclep.); Κύπριδος ἀ. ib.5.210 (Posidipp.). 2 black sooty ashes, ib.11.66 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, Kohlenhause, Il. 9, 213; Ar. Equ. 777. Häufig in der Anthologie von Verliebten, z. B. κύπριδος Posidip. 8 (V, 211); θέσθε με ἀνθρακιήν, ihr machtet mich zu einem Kohlenhaufen, verzehrtet mich in Liebesgluth, Asclep. 13 (XII, 166); vgl. Mel. 15; Ep. ad. 3 (XII, 72. 17). – Kohlenschwärze, Antiphil. (XI, 66), wo ἀνθρακίη accentuirt ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκιά: ᾶς, Ἐπ. -ιῆ, ῆς, ἡ, ἀνθρακιὰ εἶναι κυρίως ὅταν τις καύσῃ ξύλα καὶ ἀφοῦ μαρανθῇ ἡ φλὸξ ἁπλώσῃ τοὺς πεπυρακτωμένους ἄνθρακας ὡς ὅταν ὀπτῶμεν τοὺς ὀβελίας ἀμνούς· τὸ αὐτὸ ἔπραττον καὶ ἐπὶ Ὁμήρου: ἀνθρακιήν στορέσας ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσεν Ἰλ. Ι. 213· ἐπιθεὶς ἀνθρακιὴν Ἱππ. 581. 33· ἀνθρακιᾶς ἄπο, ἀπὸ τὴν «φωτιάν», ζεστά, Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 105· κάπ’ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5· ὀτιή σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει, «διότι ζεσταίνεται μὲ τὴν φωτιάν σου», «ὅτι τῶν σῶν ἀγαθῶν ἀπολαύει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 780: μεταφ. ἐπὶ ἐραστῶν, ναὶ πάντως τέφρην θέσθε με κἀνθρακιὴν Ἀνθ. Π. 12. 166, 5· δάκρυα καὶ κῶμοι, τί μ’ ἐγείρετε, πρὶν πόδας ἆραι ἐκ πυρός, εἰς ἑτέρην Κύπριδος ἀνθρακιήν; αὐτόθι 5. 211. 2) μέλαινα αἰθαλώδης τέφρα, αὐτόθι 11. 66.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
amas de charbon.
Étymologie: ἄνθραξ.
English (Slater)
ἀνθρᾰκιά
1 embers “δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Schr.: δεἰς ἀνθ. codd.) fr. 168. 2.