ἐπεμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπεμβήσομαι;<br /><b>1</b> monter sur, <i>particul.</i> s’embarquer;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fouler aux pieds, piétiner : τινι, [[κατά]] τινος qqn;<br /><b>3</b> se faire un fondement de, <i>càd</i> abuser de : [[τῷ]] καιρῷ τινος DÉM profiter de l’occasion pour nuire à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐμβαίνω]].
|btext=<i>f.</i> ἐπεμβήσομαι;<br /><b>1</b> monter sur, <i>particul.</i> s’embarquer;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fouler aux pieds, piétiner : τινι, [[κατά]] τινος qqn;<br /><b>3</b> se faire un fondement de, <i>càd</i> abuser de : [[τῷ]] καιρῷ τινος DÉM profiter de l’occasion pour nuire à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐμβαίνω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐπεμβαίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mount]] οὐ τετραορίας γε πρὶν [[δυώδεκα]] πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.29)
}}
}}

Revision as of 14:32, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεμβαίνω Medium diacritics: ἐπεμβαίνω Low diacritics: επεμβαίνω Capitals: ΕΠΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: epembaínō Transliteration B: epembainō Transliteration C: epemvaino Beta Code: e)pembai/nw

English (LSJ)

   A step or tread upon, in pf., stand upon, c. gen., οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς Il. 9.582; σῆς ἐπεμβαίνων χθονός S.OC924; δίφρου ἐπεμβεβαώς mounted on a chariot, Hes.Sc.324; ὄχθων ἐπεμβάς E.Ba.1061 codd.: abs., ἐπεμβεβαώς Pi.N.4.29: also c. dat., approach, attack, πύργοις ἐπεμβάς A.Th.634, etc.; τῷ δήμῳ Hyp.Phil.Fr.10; ἐ. ἀλλοτρίαις ἕδραις Gal. UP14.14: c. acc., ῥάχιν E.Rh.783: with a Prep., εἰς πάτραν ὅτι ποτ' ἐπεμβάσῃ Id.IT649 (lyr.).    2 embark on ship-board, D.50.25.    II c. dat. pers., trample upon, ἐχθροῖσιν . . ἐπεμβῆναι ποδί S.El.456: metaph., ταῖσδ' ἐπεμβαίνειν E.Hipp.668; κατ' ἐμοῦ . . μᾶλλον ἐπεμβάσει S.El.836 (lyr.); ἁμαρτήμασί τινων Plu.2.59d.    2 τῷ καιρῷ ἐπεμβαίνων taking advantage of the opportunity, D.21.203.

German (Pape)

[Seite 914] (s. βαίνω), noch dazu darauftreten, οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, nachdem er auf die Schwelle getreten war, darauf stand, Il. 9, 582, wie δίφρου ἐπεμβεβαώς Hes. sc. 195. 324 (τετραορίας), Pind. N. 4, 29; σῆς ἐπεμβαίνων χθονός Soph. O. C. 928; – πύργοις ἐπεμβάς, nachdem er die Thürme erstiegen hatte (feindlich), Aesch. Spt. 614, wie Qu. Sm. 7, 466; – auch mit dem accus., λύκους ἐπεμβεβῶτας ἑδραίαν ῥάχιν Eur. Rhes. 783, vgl. Bacch. 1061; Νεῖλον ἐπεμβάς Theocr. 17, 98. Auch εἰς πάτραν ἐπεμβάσει, wieder eintreten, Eur. I. T. 649 – Noch dazu einsteigen in die Schiffe, τοῖς ὕστερον ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Dem. 50, 25; hineingehen, Luc. Tim. 56; ἄκρας ἐπεμβαινούσης τῷ πελάγει, sich ins Meer hinein erstrecken, Longin. – Darauftreten, verhöhnen, beschimpfen, mißhandeln, ποδὶ ἐπεμβῆναι ἐχθροῖσιν Soph. El. 448; κατ' ἐμοῦ ἐπεμβάσει ibd. 825; gew. mit dem dat. der Person, Eur. Hipp. 668; τοῖς τετριμμένοις Polem. 2, 26; Plut. u. a. Sp.; τῷ καιρῷ τινος, die Gelegenheit zu Jemandes Schaden benutzen, Dem. 21, 203, vgl. συγγενῶν ἐπεμβῆναι ἁμαρτήμασι Plut. de adul. et amic. discr. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεμβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, βαίνω ἢ πατῶ ἐπί τινος, καὶ ἐν τῷ πρκμ. ἐπιβέβηκα, ἵσταμαι ἐπί τινος, μετὰ γεν., οὐδοῦ ἐπεμβεβαώς, «ἐπιβεβηκώς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 582· σῆς ἐπεμβαίνων χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 924· δίφρου ἐπεμβεβαώς, ἐπιβεβηκώς, Ἡσ. Ἀσπ. 324· ἀπολ., ἐπεμβεβαὼς Πινδ. Ν. 4. 47· ὡσαύτως μετὰ δοτ., πύργοις ἐπεμβὰς Αἰσχύλ. Θήβ. 634, καὶ συχν. μετὰ ταῡτα: μετ’ αἰτ., ἐπ. ὄχθον, ῥάχιν Εὐρ. Βάκχ. 1061, Ρῆσ. 783· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, εἰς πάτραν ὅτι πόδ’ ἐπεμβάσει (οὕτως ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ποτ’, ἴδε τὸ ῥῆμα βαίνω Α. ΙΙ. 4) Εὐρ. Ι. Τ. 649. 2) ἐμβαίνω εἰς πλοῖον ὡς ναύτης μετὰ τὴν ἀπέλευσιν ἄλλου, καί τοῖς ὕστερον ἐπεμβᾶσιν ἀντὶ τῶν ἀπολιπόντων Δημ. 1214. 26, κλπ. ΙΙ μετὰ δοτικ. προσώπου, καταπατῶ τι, Λατιν. insultare, ἐχθροῖσιν... ἐπεμβῆναι ποδὶ Σοφ. Ἠλ. 456: μεταφ., ταῖσδ’ ἐπεμβαίνειν Εὐρ. Ἱππ. 668· κατ’ ἐμοῦ... μᾶλλον ἐπεμβάσει Σοφ. Ἠλ. 836 (λυρ.)· ἀτυχήμασί τινος Πλούτ. 2. 59D. 2) προσβάλλω τινὰ ἔν τινι τόπῳ, οἵ τε οἱ... ἄντρῳ ἐπεμβαίνωσιν Κόϊντ. Σμ. 7. 467. 3) τῷ καιρῷ ἐπεμβαίνων, ἐπωφελούμενος ἐκ τῆς περιστάσεως, Δημ. 579. 22.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπεμβήσομαι;
1 monter sur, particul. s’embarquer;
2 fig. fouler aux pieds, piétiner : τινι, κατά τινος qqn;
3 se faire un fondement de, càd abuser de : τῷ καιρῷ τινος DÉM profiter de l’occasion pour nuire à qqn.
Étymologie: ἐπί, ἐμβαίνω.

English (Slater)

ἐπεμβαίνω
   1 mount οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.29)