εἴδωλον: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[εἶδος]]): [[shape]], [[phantom]], Il. 5.449, Od. 4.796; esp. pl., of the shades in the [[nether]] [[world]], βροτῶν εἴδωλα καμόντων, Od. 11.476.
|auten=([[εἶδος]]): [[shape]], [[phantom]], Il. 5.449, Od. 4.796; esp. pl., of the shades in the [[nether]] [[world]], βροτῶν εἴδωλα καμόντων, Od. 11.476.
}}
{{Slater
|sltr=[[εἴδωλον]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[image]] ζωὸν δ' [[ἔτι]] λείπεται αἰῶνος [[εἴδωλον]]· τὸ [[γάρ]] ἐστι μόνον ἐκ [[θεῶν]] fr. 131b. 2.
}}
}}

Revision as of 14:32, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴδωλον Medium diacritics: εἴδωλον Low diacritics: είδωλον Capitals: ΕΙΔΩΛΟΝ
Transliteration A: eídōlon Transliteration B: eidōlon Transliteration C: eidolon Beta Code: ei)/dwlon

English (LSJ)

τό, (εἶδος)

   A phantom, Il.5.451, Od.4.796, Hdt.5.92.ή, Pl. Lg.959b; βροτῶν εἴδωλα καμόντων, of ghosts, Od.11.476, etc.; ψυχῶν Procl.Inst.64.    2 any unsubstantial form, εἴδωλον σκιᾶς A.Ag. 839, S.Fr.659.6, Chaerem.14.15; οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα . . ἢ κούφην σκιάν S.Aj.126; εἴ. ἄλλως a mere form, Id.Ph.947; αἰῶνος εἴ. Pi.Fr.131.3.    3 image reflected in a mirror or in water, Pl.Sph. 266b, Arist.Div.Somn.464b9.    4 in the system of Epicurus, film given off by any object and conveying an impression to the eye, Epicur.Ep.1p.10U., Nat.2.1, al., Cic.Fam.15.16.1, etc.    II image in the mind, idea, X.Smp.4.21; phantom of the mind, fancy, Pl.Phd. 66c; εἴ. καὶ ψεῦδος Id.Tht.150c.    III image, likeness, γυναικὸς εἴ. χρύσεον Hdt.1.51, cf.6.58: metaph., λόγος εἴ. ψυχῆς Isoc.3.7.    IV later, image of a god, idol, LXX 4 Ki.17.12, 1 Ep.Cor.12.2, OGI201.8 (Silco, vi A.D.), etc.    V εἴ. οὐράνια constellations, A.R.3.1004, cf. Max.56.

German (Pape)

[Seite 725] τό, εἶδος, Bild: – a) bei Hom. Gestalt, die Einem ähnlich ist, Il. 5, 450; εἴδωλον ποίησε, δέμας δ' ἤϊκτο γυναικί Od. 4, 796; vgl. Plat. Rep. IX, 586 c. Dah. καμόντων εἴδωλα, die Schattenbilder der Gestorbenen, denn es fehlt ihnen das Wesen selbst, Od. 11, 476 Il. 23, 72; vgl. σκιᾶς εἴδωλον Aesch. Ag. 839 u. Plat. Rep. VII, 532 c; so noch Sp., wo es »Gespenst« bedeutet. – b) die Nachbildung, Bild, z. B. γυναικὸς χρύσεον εἴδ. Her. 1, 51, vgl. 6, 58; sonst in Prosa; λόγος εἴδψυχῆς Isocr. 3, 7; das Bild ist aber nicht der Gegenstand selbst, dah. εἴδωλον καὶ ψεῦδος verbunden, Trugbild, Plat. Theaet. 150 c, u. dem ἀληθές entggstzt, ibd. – c) bei den Stoikern das Bild in der Seele, Vorstellung, Cic. Fam. 15, 16; vgl. Xen. Conv. 4, 21. – d) οὐράνια, die Sternbilder, Ap. Rh. 3, 1004. – e) N. T u. K. S. Götzenbild.

Greek (Liddell-Scott)

εἴδωλον: τό, (εἶδος) ὁμοίωμα, εἰκών, φάντασμα, αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ’... αὐτῷ τ’ Αἰνείᾳ ἴκελον Ἰλ. Ε. 451, Ὀδ. Δ. 796, Ἡρόδ. 5. 92, 32, Πλάτ. Νόμ. 959B· βροτῶν εἴδωλα καμόντων, σκιαὶ τῶν νεκρῶν, Ὀδ. Λ. 476, κτλ. 2) πᾶσα ἄϋλος μορφή, σκιᾶς εἴδωλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 839· οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα...; ἢ καπνοῦ σκιὰν Σοφ. Αἴ. 126, Ἀποσπ. 588· εἴδωλον ἄλλως, ἁπλῆν σκιάν, ἁπλῶς μίαν σκιάν, ἓν φάντασμα, ὁ αὐτ. Φ. 947· αἰῶνος εἴδ. Πινδ. Ἀποσπ. 96. 3. 3) εἰκὼν ἀντανακλωμένη εἰς τὸ ὕδωρ, ἢ εἰς κάτοπτρον, Ἀριστ. π. Μαντικ. ἐν Ὕπνοις 2. 12, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 266D, καὶ ἴδε τὴν λέξιν εἰδωλοποιΐα. ΙΙ. εἰκὼν ἐν τῇ διανοίᾳ, ἰδέα, ἔννοια, Ξεν. Συμπ. 4, 21· ἰδίως παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, Κικ. Fam. 15. 16· ὡσαύτως, φάντασμα τοῦ νοῦ, φαντασία, Πλάτ. Φαίδων 66C· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθές, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 150C· ἐντεῦθεν τὰ τοῦ Βάκωνος idola specus, κλ. ΙΙΙ. εἰκών, ὁμοιότης, γυναικὸς εἴδωλον χρύσεον Ἡρόδ. 1. 51, πρβλ. 6. 58· λόγος εἴδ. ψυχῆς Ἰσοκρ. 28A. IV. μεταγεν., ἡ εἰκὼν ἢ ὁμοίωμα θεοῦ, ἄγαλμα, εἴδωλον, Ἑβδ. (Βασιλ. Δ. ΙΖ΄, 12), Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α΄, ιβ΄, 2, κτλ.· πρβλ. χειροποίητος. V. εἴδωλα οὐράνια, οἱ ἀστερισμοί, Λατ. signa, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1004.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
reproduction des traits, image, particul. :
1 simulacre, fantôme : βροτῶν εἴδωλα καμόντων OD fantômes des morts;
2 image, portrait;
3 image réfléchie (dans l’eau, dans un miroir), empreinte;
4 fig. image conçue dans l’esprit ; imagination ; particul. t. stoïcien idée.
Étymologie: εἶδος.

English (Autenrieth)

(εἶδος): shape, phantom, Il. 5.449, Od. 4.796; esp. pl., of the shades in the nether world, βροτῶν εἴδωλα καμόντων, Od. 11.476.

English (Slater)

εἴδωλον
   1 image ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον· τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.