ἁγής: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(6_3)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁγής''': [ᾱ], ές, (ἅγος), [[ἔνοχος]], ἐπικατάρατος, [[μιαρός]], Ἱππῶναξ, 11. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασ. = εὐαγής, [[λαμπρός]], [[καθαρός]], ἁγέα κύκλον, Ἐμπεδ. παρ’ Α. Β. 337, πρβλ. Näke Χοιρ. 179, κἑξ.· ἢ [[ἴσως]] [[περιηγητής]], [[στρογγύλος]], [[περιφερής]].
|lstext='''ἁγής''': [ᾱ], ές, (ἅγος), [[ἔνοχος]], ἐπικατάρατος, [[μιαρός]], Ἱππῶναξ, 11. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασ. = εὐαγής, [[λαμπρός]], [[καθαρός]], ἁγέα κύκλον, Ἐμπεδ. παρ’ Α. Β. 337, πρβλ. Näke Χοιρ. 179, κἑξ.· ἢ [[ἴσως]] [[περιηγητής]], [[στρογγύλος]], [[περιφερής]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />dud.<br /><b class="num">1</b> [[santo]], [[puro]] ἁγέα κύκλον del sol, Emp.B 47.<br /><b class="num">2</b> [[sacrílego]], [[execrable]], [[abominable]] ἁγεῖ Βουπάλῳ Hippon.19 (pero v. 1 [[ἄγος]] I 1), cf. ἁγὴς ὁ μυσαρός Tz.<i>H</i>.13.315, <i>ad Lyc</i>.436.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἅζομαι]], [[ἅγιος]], 1 [[ἄγος]].
}}
}}

Revision as of 11:44, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγής Medium diacritics: ἁγής Low diacritics: αγής Capitals: ΑΓΗΣ
Transliteration A: hagḗs Transliteration B: hagēs Transliteration C: agis Beta Code: a(gh/s

English (LSJ)

[ᾱ], ές,

   A guilty, accursed, dub. in Hippon.11.    II in good sense, pure, holy, of the sun, ἁγέα κύκλον Emp.47.

German (Pape)

[Seite 13] ές (ἅγος), Hippon. frg. 4, verbrecherisch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγής: [ᾱ], ές, (ἅγος), ἔνοχος, ἐπικατάρατος, μιαρός, Ἱππῶναξ, 11. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασ. = εὐαγής, λαμπρός, καθαρός, ἁγέα κύκλον, Ἐμπεδ. παρ’ Α. Β. 337, πρβλ. Näke Χοιρ. 179, κἑξ.· ἢ ἴσως περιηγητής, στρογγύλος, περιφερής.

Spanish (DGE)

-ές
dud.
1 santo, puro ἁγέα κύκλον del sol, Emp.B 47.
2 sacrílego, execrable, abominable ἁγεῖ Βουπάλῳ Hippon.19 (pero v. 1 ἄγος I 1), cf. ἁγὴς ὁ μυσαρός Tz.H.13.315, ad Lyc.436.

• Etimología: Cf. ἅζομαι, ἅγιος, 1 ἄγος.