ἐγκυμονέω: Difference between revisions
(6_3) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκῡμονέω''': [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, [[ὁπηνίκα]] τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Διον. Ἁλ. 1. 70. | |lstext='''ἐγκῡμονέω''': [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, [[ὁπηνίκα]] τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Διον. Ἁλ. 1. 70. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[quedar preñada]], [[empreñarse]], [[concebir]] ἐὰν ... ἐγκυμονήσῃ ἡ [[γυνή]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.5.4, φησὶ ... [[γύπας]] ... ἀντιπρώρους τῷ νότῳ πετομένους ἐγκυμονεῖν <i>Gp</i>.14.26.2, fig. (λογισμοὶ ἀθέμιτοι) τοῖς τῆς καρδίας ταμείοις ἐγκυμονήσουσιν (razonamientos impíos) concebirán en los rincones del corazón</i> Gr.Agr.<i>Eccl</i>.M.98.1093C<br /><b class="num">•</b>esp. en part. fem. [[preñada]], [[embarazada de]] c. ac. τὸν [[Δία]] ἐγκυμονοῦσα Rea, Apollod.1.1.6, fig. ταῖς ἐγκυμονούσαις ... τὸν θεῖον ἔρωτα ψυχαῖς a las almas que llevan en su seno el amor divino</i> Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.316C<br /><b class="num">•</b>abs. de la Virgen, Iust.Phil.<i>Dial</i>.78.3, γυναιξὶν ἐγκυμονούσαις Eutecnius <i>C.Par</i>.15.1, ἄρκτον ἐγκυμονοῦσαν ζωγραφοῦσιν Horap.2.83, [[ἐξαίφνης]] τὴν ἐγκυμονοῦσαν τίκτειν Heph.Astr.<i>App</i>.1.4, Pítane de Posidón διαλαθεῖν ἐγκυμονοῦσαν Sch.Pi.<i>O</i>.6.48c<br /><b class="num">•</b>en v. pas., del feto [[estar en el útero]], [[haber sido concebido]] sinón. de κυοφορέομαι <i>Cod.Iust</i>.6.48.1.3.<br /><b class="num">2</b> en v. pas. [[ser llevado en el vientre]], [[ser gestado]] τὸν χρόνον τῶν ἐγκυμονουμένων παίδων Epiph.Const.<i>Haer</i>.30.27.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
A become pregnant, Gp.14.26.2; τὸν Δία conceive, Apollod. 1.1.5.
German (Pape)
[Seite 711] schwanger sein, Geop.; τινά, mit einem Kinde, Apolld. 1, 2, 6 u. öfter bei Sp.; τὸ ἐγκυμονούμενον, die Leibesfrucht, Dion. Hal. 1, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῡμονέω: συλλαμβάνω ἐν γαστρί, γίνομαι ἔγκυος, κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, ὁπηνίκα τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ ἔμβρυον, Διον. Ἁλ. 1. 70.
Spanish (DGE)
1 quedar preñada, empreñarse, concebir ἐὰν ... ἐγκυμονήσῃ ἡ γυνή Epiph.Const.Haer.26.5.4, φησὶ ... γύπας ... ἀντιπρώρους τῷ νότῳ πετομένους ἐγκυμονεῖν Gp.14.26.2, fig. (λογισμοὶ ἀθέμιτοι) τοῖς τῆς καρδίας ταμείοις ἐγκυμονήσουσιν (razonamientos impíos) concebirán en los rincones del corazón Gr.Agr.Eccl.M.98.1093C
•esp. en part. fem. preñada, embarazada de c. ac. τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα Rea, Apollod.1.1.6, fig. ταῖς ἐγκυμονούσαις ... τὸν θεῖον ἔρωτα ψυχαῖς a las almas que llevan en su seno el amor divino Isid.Pel.Ep.M.78.316C
•abs. de la Virgen, Iust.Phil.Dial.78.3, γυναιξὶν ἐγκυμονούσαις Eutecnius C.Par.15.1, ἄρκτον ἐγκυμονοῦσαν ζωγραφοῦσιν Horap.2.83, ἐξαίφνης τὴν ἐγκυμονοῦσαν τίκτειν Heph.Astr.App.1.4, Pítane de Posidón διαλαθεῖν ἐγκυμονοῦσαν Sch.Pi.O.6.48c
•en v. pas., del feto estar en el útero, haber sido concebido sinón. de κυοφορέομαι Cod.Iust.6.48.1.3.
2 en v. pas. ser llevado en el vientre, ser gestado τὸν χρόνον τῶν ἐγκυμονουμένων παίδων Epiph.Const.Haer.30.27.1.