ἀποσχοινίζω: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(Bailly1_1)
(big3_6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=séparer par une corde tendue ; séparer, isoler : τινός de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], σχοινίζω.
|btext=séparer par une corde tendue ; séparer, isoler : τινός de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], σχοινίζω.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[separar mediante una cuerda o cordón]] de donde, gener. [[apartar]], [[separar]] c. ac. αὐτούς Lib.<i>Decl</i>.23.45, c. ac. y gen. τῆς ἀληθείας ἑαυτούς Ath.Al.<i>Gen</i>.29, cf. Gr.Nyss.M.44.1177C.<br /><b class="num">2</b> intr. [[separarse]] ὅταν εὐσέβεια τῶν ἰδίων ὀργίων ἀποσχοινίσῃ Ph.1.219, ἀποσχοινίσαντες· ἀποστερήσαντες Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. c. gen. ἀρετῆς ... ἀποσχοινισθείς Ph.1.205, ἀποσχοινισθεὶς τοῦ σοῦ συνοικεσίου <i>PMasp</i>.155.19 (VI d.C.), abs. ὡς μελλόντων αὐτῶν ἀποσχοινίζεσθαι Sch.Arat.942<br /><b class="num">•</b>en perf. [[estar separado]] c. gen. ἀπεσχοινισμένος ἐστὶν ... τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας Alex.Al.<i>Ep.encycl</i>.3 (p.8.3), τῆς προκειμένης ὑποθέσεως ἀπεσχοίνισται Gr.Nyss.M.44.1161C, πάντων ... ἀπεσχοινισμένον Horap.2.103, c. dat. ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις apartado de todos los asuntos legales de la ciudad</i> D.25.28<br /><b class="num">•</b>[[estar interrumpido]] κοινωνίαν ... ἀπεσχοινισμένην Pall.<i>V.Chrys</i>.6 p.35.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσχοινίζω Medium diacritics: ἀποσχοινίζω Low diacritics: αποσχοινίζω Capitals: ΑΠΟΣΧΟΙΝΙΖΩ
Transliteration A: aposchoinízō Transliteration B: aposchoinizō Transliteration C: aposchoinizo Beta Code: a)posxoini/zw

English (LSJ)

   A separate by a cord: hence generally, bar, exclude, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις D.25.28: abs., Plu.2.443c; ἀρετῆς Ph.1.205; ἀ. τινά τινος ib.219, cf. Lib.Decl.23.45.

German (Pape)

[Seite 329] abstricken, (durch ein herumgezogenes Seil, σχοῖνος) absondern, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς δικαίοις, γνώσεσι δικαστηρίων Dem. 25, 28, an die σχοινία μεμιλτωμένα der Volksversammlung erinnernd; übh. absondern, Philo; οὐκ ἀποικοῦν οὐδὲ ἀπεσχοινισμένον Plut. virt. mor. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσχοινίζω: ἀποχωρίζω διὰ σχοινίου συρομένου ὁλόγυρα: ἐν γένει, ἀποχωρίζω, ἀπομονώνω, ἀποκλείω, ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις Δημ. 778. 16· πρβλ. Πλούτ. 2. 443Β, Φίλωνα 1. 205, 219. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ, Θεόδ. Στουδ. σ. 228C.

French (Bailly abrégé)

séparer par une corde tendue ; séparer, isoler : τινός de qch.
Étymologie: ἀπό, σχοινίζω.

Spanish (DGE)

1 tr. separar mediante una cuerda o cordón de donde, gener. apartar, separar c. ac. αὐτούς Lib.Decl.23.45, c. ac. y gen. τῆς ἀληθείας ἑαυτούς Ath.Al.Gen.29, cf. Gr.Nyss.M.44.1177C.
2 intr. separarse ὅταν εὐσέβεια τῶν ἰδίων ὀργίων ἀποσχοινίσῃ Ph.1.219, ἀποσχοινίσαντες· ἀποστερήσαντες Hsch.
en v. med.-pas. c. gen. ἀρετῆς ... ἀποσχοινισθείς Ph.1.205, ἀποσχοινισθεὶς τοῦ σοῦ συνοικεσίου PMasp.155.19 (VI d.C.), abs. ὡς μελλόντων αὐτῶν ἀποσχοινίζεσθαι Sch.Arat.942
en perf. estar separado c. gen. ἀπεσχοινισμένος ἐστὶν ... τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας Alex.Al.Ep.encycl.3 (p.8.3), τῆς προκειμένης ὑποθέσεως ἀπεσχοίνισται Gr.Nyss.M.44.1161C, πάντων ... ἀπεσχοινισμένον Horap.2.103, c. dat. ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις apartado de todos los asuntos legales de la ciudad D.25.28
estar interrumpido κοινωνίαν ... ἀπεσχοινισμένην Pall.V.Chrys.6 p.35.