ἀπροφάσιστος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(Bailly1_1) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προφασίζομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προφασίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no pone excusas o pretextos]], [[que no vacila]], [[seguro]] προθυμία Th.6.83, θάνατος E.<i>Ba</i>.1002, σύμμαχοι X.<i>Cyr</i>.2.4.10, συνεραστής Timocl.8.6, ἀπροφασίστους αὑτοὺς παρεισχημένοι ἐν παντὶ καιρῷ <i>IG</i> 5(1).1146.31 (I a.C.), συναγωνισταί Plb.10.34.9, irónico ὁ κόλαξ Plu.2.62c, 64e<br /><b class="num">•</b>[[que no da rodeos]] [[ἄμφω]] δ' ἀπροφάσιστα τὸν οἴκαδε νόστον ἀφέντες <i>AP</i> 7.721 (Chaeremo)<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[sin motivos]], [[sin excusa]] ἀπροφάσιστον ἐπέστενεν <i>AP</i> 5.250 (Paul.Sil.).<br /><b class="num">2</b> [[inexcusable]], [[inevitable]] κακία Plu.<i>Cat.Mi</i>.44, ἧττα Plu.2.742c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[decididamente]], [[sin vacilar]] ἐπικουρεῖν Th.1.49, D.C.38.39.5, παρασκευασθῆναι Th.6.72, συναγωνίζεσθαι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.558.12 (IV a.C.), τὸ ἀποφασίστος (<i>sic</i>) φαίνεσθαι <i>IM</i> 38.21 (III a.C.), τὰ δίκαια ποιεῖν <i>PPetr</i>.2.32.2a.28 (III a.C.), διδοὺς ... τὰ συμφέροντα τῇ πόλει <i>ISestos</i> 1.19 (II a.C.), ἀ. ἐκπληρῶ τὰ πρόσλοιπα <i>PRyl</i>.66.8 (II a.C.), οἱ μὲν ἐχορήγουν κατὰ γῆν ἀ. Plb.1.55.4, μετέχειν ἀ. καὶ προθύμως Plu.2.64d, ὅτι πολλὰς χρείας παρείσχηται ἀ. <i>ID</i> 1519.7 (II d.C.), εἰσεδεχόμην ἀ. Aristaenet.2.16.6<br /><b class="num">•</b>[[clara]], [[abiertamente]] δουλεύοντα Simon.108<br /><b class="num">•</b>[[sin falta]], [[regularmente]] ἐπιφαινομένων τῶν καταμηνίων ἀ. Hp.<i>Prorrh</i>.2.24. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A offering no excuse, unhesitating, ready, προθυμία Th.6.83; εὔνοια Lys.Fr.114; σύμμαχοι X.Cyr.2.4.10; συνεραστής Timocl.8. Adv. -τως without disguise, Th.1.49, etc.: without evasion, honestly, Id.6.72, IG2.243, etc.; unhesitatingly, D.C.38.39. II admitting no excuse, implacable, θάνατος E.Ba.1002. III inexcusable, κακία Plu.Cat.Mi.44, cf. 2.742c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροφάσιστος: [ᾰ], -ον, ὁ μηδεμίαν πρόφασιν προβάλλων, ὁ ἄνευ προφάσεως, προθυμία Θουκ. 6. 83· εὔνοια Λυσ. παρὰ Σουΐδ.· σύμμαχοι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 10· συνεραστὴς Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ προφάσεως, Θουκ. 1. 49, κτλ.: τιμίως εἰλικρινῶς, ὁ αὐτ. 6. 72: -ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1002 ἡ λέξις φαίνεται ἐφθαρμένη.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.
Étymologie: ἀ, προφασίζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1que no pone excusas o pretextos, que no vacila, seguro προθυμία Th.6.83, θάνατος E.Ba.1002, σύμμαχοι X.Cyr.2.4.10, συνεραστής Timocl.8.6, ἀπροφασίστους αὑτοὺς παρεισχημένοι ἐν παντὶ καιρῷ IG 5(1).1146.31 (I a.C.), συναγωνισταί Plb.10.34.9, irónico ὁ κόλαξ Plu.2.62c, 64e
•que no da rodeos ἄμφω δ' ἀπροφάσιστα τὸν οἴκαδε νόστον ἀφέντες AP 7.721 (Chaeremo)
•neutr. como adv. sin motivos, sin excusa ἀπροφάσιστον ἐπέστενεν AP 5.250 (Paul.Sil.).
2 inexcusable, inevitable κακία Plu.Cat.Mi.44, ἧττα Plu.2.742c.
II adv. -ως decididamente, sin vacilar ἐπικουρεῖν Th.1.49, D.C.38.39.5, παρασκευασθῆναι Th.6.72, συναγωνίζεσθαι IG 22.558.12 (IV a.C.), τὸ ἀποφασίστος (sic) φαίνεσθαι IM 38.21 (III a.C.), τὰ δίκαια ποιεῖν PPetr.2.32.2a.28 (III a.C.), διδοὺς ... τὰ συμφέροντα τῇ πόλει ISestos 1.19 (II a.C.), ἀ. ἐκπληρῶ τὰ πρόσλοιπα PRyl.66.8 (II a.C.), οἱ μὲν ἐχορήγουν κατὰ γῆν ἀ. Plb.1.55.4, μετέχειν ἀ. καὶ προθύμως Plu.2.64d, ὅτι πολλὰς χρείας παρείσχηται ἀ. ID 1519.7 (II d.C.), εἰσεδεχόμην ἀ. Aristaenet.2.16.6
•clara, abiertamente δουλεύοντα Simon.108
•sin falta, regularmente ἐπιφαινομένων τῶν καταμηνίων ἀ. Hp.Prorrh.2.24.