ἄφρων: Difference between revisions
(SL_1) |
(big3_8) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἄφρων]] <br /> <b>1</b> [[foolish]] m. pl. pro subs. πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74) | |sltr=[[ἄφρων]] <br /> <b>1</b> [[foolish]] m. pl. pro subs. πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> adj.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[insensato]], [[sin juicio]], [[tonto]], [[estúpido]] τῷ (Pándaro) δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν <i>Il</i>.4.104, de Ulises <i>Il</i>.3.220, [[ἄνθρωπος]] A.<i>Fr</i>.392, cf. Hp.<i>Morb.Sacr</i>.7.7, Th.6.33, [[ἀνήρ]] LXX <i>Pr</i>.6.12, μηδ' ἄ. γένῃ Ar.<i>V</i>.729, de los gálatas, Call.<i>Del</i>.184, del alma, Plot.5.9.2, cf. Pl.<i>Epin</i>.976d, [[ἐγκέφαλος]] Nonn.<i>D</i>.10.26, sup. ἄδικοι καὶ ὑβρισταὶ καὶ ἀφρονέστατοι Pl.<i>Lg</i>.630b, de anim. τοῖς ἀφρονεστάτοις τῶν θηρίων X.<i>Mem</i>.2.1.5, de la parte del alma que se instala en una planta, Plot.5.2.2<br /><b class="num">•</b>esp. de estatuas [[sin seso]] εἴδωλα ἄφρονά τε καὶ ἀκίνητα X.<i>Mem</i>.1.4.4.<br /><b class="num">2</b> c. idea de violencia, de pers. [[insensato]], [[loco]], [[frenético]] κούρη <i>Il</i>.5.875, de Ares <i>Il</i>.5.761, de Electra, S.<i>El</i>.941, ἄ. δ' ὅς κ' ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν Hes.<i>Op</i>.210, ἄφρονα Ῥοῖκον ἔολπα Call.<i>Dian</i>.221, esp. de un epiléptico, Hp.<i>Vict</i>.1.35<br /><b class="num">•</b>de pasiones o situaciones anímicas no dominadas por la razón [[insensato]], [[irracional]], [[loco]] οὐκ οἶδεν τόδ' ὑπ' ἄφρονι λύμᾳ A.<i>Eu</i>.377, βουλεύματα E.<i>Ph</i>.1647, λόγος E.<i>HF</i> 758, προθυμία E.<i>HF</i> 310, ref. a θάρρος y φόβος Pl.<i>Ti</i>.69d, λύσσα Nonn.<i>D</i>.5.331.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> τὸ ἄφρον [[sinrazón]], [[insensatez]] τῷ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄφρον τῆς ῥώμης Gorg.B 6, οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον de los melios, Th.5.105, τὸ ἄφρον ἄτιμόν ἐστι X.<i>Mem</i>.1.2.55, ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται X.<i>Cyr</i>.3.1.17, τὸ ἄφρον τῆς διανοίας Pl.<i>Phdr</i>.265e, cf. dud. Diog.Oen.34.6.1.<br /><b class="num">2</b> ὁ ἄ. tb. sin art. [[insensato]], [[necio]] σοφὸς ... πεδ' ἀφρόνων Pi.<i>P</i>.8.74, στόμα δ' ἀφρόνων ἀναγγελεῖ κακά LXX <i>Pr</i>.15.2, παιδευτὴς ἀφρόνων <i>Ep.Rom</i>.2.20, τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι 2<i>Ep.Cor</i>.11.19, cf. <i>Eu.Luc</i>.11.40.<br /><b class="num">3</b> bot. τὸ ἄφρον otro n. de la [[cicuta]] Ps.Dsc.4.78.<br /><b class="num">III</b> adv. <br /><b class="num">1</b> -ως [[insensatamente]], [[sin sentido]] ἠμείψατο S.<i>Ai</i>.766, ἀ. ἔπλει X.<i>HG</i> 5.1.19.<br /><b class="num">2</b> -εστέρως [[del modo más insensato]] ἀ. ... οἱ τοιοῦτοι κινδυνεύουσιν Pl.<i>La</i>.193c<br /><b class="num">•</b>-έστερον en una correlación οὐκ ἀφρόνως μὲν ... ἀνελθόντες δὲ ... ἀ. ἐχρήσασθε Iul.<i>Or</i>.7.224d. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A senseless, of statues, X. Mem.1.4.4:— and so, crazed, frantic, ἄφρονα κούρην Il.5.875, cf. 761, A.Eu.377 (lyr.); silly, foolish, Il.3.220, Hes.Op.[210], S.El.941, etc.; φρένας ἄ. Il.4.104; τὸ ἄ., = ἀφροσύνη, Th.5.105, X.Mem.1.2.55; τῶ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄ. <τῆς ῥώμης> Gorg.Fr.6; ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται X.Cyr.3.1.17: Comp. -έστερος Pl.Cra.392c: Sup. -έστατος X.Mem.2.1.5. Adv. -νως senselessly, S.Aj.766, X.HG5.1.19; opp. νοῦν ἐχόντως, Isoc.5.7: Comp. -εστέρως Pl.La.193c; -έστερον Jul.Or.7.224d. 2 ἄφρων, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.
German (Pape)
[Seite 415] ον (φρήν), unverständig, thöricht, von Hom. an überall. Bei Plat. dem φρόνιμος entgeggstzt, Soph. 247 a u. öfter; τὸ ἄφρον, der Unverstand, Xen. Mem. 1, 2, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφρων: -ον, γεν. ονος (φρὴν) στερούμενος φρενῶν, ἐπὶ ἀγαλμάτων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4: ― καὶ ἑπομένως παράφρων, μανιώδης, ἄφρονα κούρην Ἰλ. Ε. 875, πρβλ. 761, Αἰσχύλ. Εὐμ. 377, Σοφ. Ἠλ. 941· ἢ μωρός, ἀνόητος, Λατ. amens, Ἰλ. Γ. 220, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 208, κτλ.· φρένας ἀφρ. Ἰλ. Δ. 104· τὸ ἄφρον = ἀφροσύνη, Θουκ. 5. 105, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55· ἐξ ἄφρονος σώφρων ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 17· πρβλ. ἀπόπληκτος. ― Συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἀφρονέστερος, -έστατος. ― Ἐπίρρ. ἀφρόνως, ἀνοήτως, Σοφ. Αἴ. 766, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
I. privé de sentiment;
II. qui a perdu la raison :
1 furieux, fou;
2 insensé, déraisonnable ; τὸ ἄφρον démence folie;
Cp. ἀφρονέστερος, Sp. ἀφρονέστατος.
Étymologie: ἀ, φρήν.
English (Autenrieth)
(φρήν): thoughtless, foolish.
English (Slater)
ἄφρων
1 foolish m. pl. pro subs. πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74)
Spanish (DGE)
-ον
I adj.
1 de pers. insensato, sin juicio, tonto, estúpido τῷ (Pándaro) δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν Il.4.104, de Ulises Il.3.220, ἄνθρωπος A.Fr.392, cf. Hp.Morb.Sacr.7.7, Th.6.33, ἀνήρ LXX Pr.6.12, μηδ' ἄ. γένῃ Ar.V.729, de los gálatas, Call.Del.184, del alma, Plot.5.9.2, cf. Pl.Epin.976d, ἐγκέφαλος Nonn.D.10.26, sup. ἄδικοι καὶ ὑβρισταὶ καὶ ἀφρονέστατοι Pl.Lg.630b, de anim. τοῖς ἀφρονεστάτοις τῶν θηρίων X.Mem.2.1.5, de la parte del alma que se instala en una planta, Plot.5.2.2
•esp. de estatuas sin seso εἴδωλα ἄφρονά τε καὶ ἀκίνητα X.Mem.1.4.4.
2 c. idea de violencia, de pers. insensato, loco, frenético κούρη Il.5.875, de Ares Il.5.761, de Electra, S.El.941, ἄ. δ' ὅς κ' ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν Hes.Op.210, ἄφρονα Ῥοῖκον ἔολπα Call.Dian.221, esp. de un epiléptico, Hp.Vict.1.35
•de pasiones o situaciones anímicas no dominadas por la razón insensato, irracional, loco οὐκ οἶδεν τόδ' ὑπ' ἄφρονι λύμᾳ A.Eu.377, βουλεύματα E.Ph.1647, λόγος E.HF 758, προθυμία E.HF 310, ref. a θάρρος y φόβος Pl.Ti.69d, λύσσα Nonn.D.5.331.
II subst.
1 τὸ ἄφρον sinrazón, insensatez τῷ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄφρον τῆς ῥώμης Gorg.B 6, οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον de los melios, Th.5.105, τὸ ἄφρον ἄτιμόν ἐστι X.Mem.1.2.55, ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται X.Cyr.3.1.17, τὸ ἄφρον τῆς διανοίας Pl.Phdr.265e, cf. dud. Diog.Oen.34.6.1.
2 ὁ ἄ. tb. sin art. insensato, necio σοφὸς ... πεδ' ἀφρόνων Pi.P.8.74, στόμα δ' ἀφρόνων ἀναγγελεῖ κακά LXX Pr.15.2, παιδευτὴς ἀφρόνων Ep.Rom.2.20, τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι 2Ep.Cor.11.19, cf. Eu.Luc.11.40.
3 bot. τὸ ἄφρον otro n. de la cicuta Ps.Dsc.4.78.
III adv.
1 -ως insensatamente, sin sentido ἠμείψατο S.Ai.766, ἀ. ἔπλει X.HG 5.1.19.
2 -εστέρως del modo más insensato ἀ. ... οἱ τοιοῦτοι κινδυνεύουσιν Pl.La.193c
•-έστερον en una correlación οὐκ ἀφρόνως μὲν ... ἀνελθόντες δὲ ... ἀ. ἐχρήσασθε Iul.Or.7.224d.