βαρυντικός: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(6_11) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰρυντικός''': -ή, -όν, ὁ βαρύνων, ἕλκων πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται τὴν βαρεῖαν, ὡς οἱ Αἰολεῖς, Γραμμ. | |lstext='''βᾰρυντικός''': -ή, -όν, ὁ βαρύνων, ἕλκων πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται τὴν βαρεῖαν, ὡς οἱ Αἰολεῖς, Γραμμ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que produce pesadez]], [[entorpecedor]] neutr. subst. τὸ βαρυντικόν op. τὸ κουφιστικόν del movimiento, Arist.<i>Cael</i>.310<sup>a</sup>33.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que usa la baritonesis]] de los eolios <i>EM</i> 548.19, 752.13G., <i>AB</i> 663.21, <i>An.Ox</i>.4.340.8, <i>Et.Gud</i>.581.9S. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A weighing down, Arist.Cael.310a32. II retracting the accent, Αἰολεῖς EM548.19, AB663.
German (Pape)
[Seite 434] beschwerlich machend, Arist, Coel. 4, 3. Bei den Gramm. heißen so die Aeoler, die die Barytona lieben.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυντικός: -ή, -όν, ὁ βαρύνων, ἕλκων πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται τὴν βαρεῖαν, ὡς οἱ Αἰολεῖς, Γραμμ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que produce pesadez, entorpecedor neutr. subst. τὸ βαρυντικόν op. τὸ κουφιστικόν del movimiento, Arist.Cael.310a33.
2 gram. que usa la baritonesis de los eolios EM 548.19, 752.13G., AB 663.21, An.Ox.4.340.8, Et.Gud.581.9S.