δίωξις: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Bailly1_2)
(big3_12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δίοχσ- <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.14.11 (V a.C.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[persecución]] ὁ [[Ἀλκίδας]] ... δεδιὼς τὴν δίωξιν Th.3.33, δίωξιν ποιεῖσθαι Th.8.102, Aen.Tact.16.11, ἐν ταύτῃ τῇ διώξει ... ἀπέθανον πολλοί X.<i>An</i>.3.4.5, cf. Luc.<i>VH</i> 1.18, I.<i>BI</i> 1.367, δίωξιν ἐπέσχεν Paus.4.16.8, D.C.<i>Epit</i>.8.3.12, cf. Philostr.<i>VA</i> 2.15, Longus 1.26.1, Hld.4.21.3<br /><b class="num">•</b>fig. c. gen. de abstr. τοῦ ὄλου Pl.<i>Smp</i>.192e, τῶν καλῶν Plu.2.550e.<br /><b class="num">2</b> [[impulso]], [[apetencia]] op. φυγή como tendencia del ser vivo, Arist.<i>EN</i> 1139<sup>a</sup>22, Epicur.<i>Sent</i>.[5] 25, D.S.3.51.4, τῷ δὲ ψυχὴν ἔχοντι ἡ ἔφεσις τὴν δίωξιν ἐργάζεται Plot.6.7.26<br /><b class="num">•</b>c. gen. obj. δ. τινός γε ἄλλου Diog.Oen.70.1.13.<br /><b class="num">II</b> jur. [[acusación]], [[denuncia]] δίοχσιν δ' ɛ̄ναι κατὰ τōν ἐλεγχθέντον <i>IG</i> l.c., δίωξιν δ' ɛ̄ναι τῷ βολομένῳ <i>IEryth</i>.2A.5 (V a.C.), τὴν δίωξιν ... ποιεῖσθαι Antipho 6.7, cf. Aeschin.1.154, ὑπὲρ ὧν ἂν ἡ δ. ᾖ D.45.50, δ. τῶν ἀδικούντων Plu.<i>Per</i>.10.
}}
}}

Revision as of 12:25, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίωξις Medium diacritics: δίωξις Low diacritics: δίωξις Capitals: ΔΙΩΞΙΣ
Transliteration A: díōxis Transliteration B: diōxis Transliteration C: dioksis Beta Code: di/wcis

English (LSJ)

[ῐ], εως, ἡ, (διώκω)

   A chase, pursuit, esp. of soldiers or ships, Th.3.33, etc.; δ. ποιεῖσθαι Id.8.102.    2 pursuit of an object, τοῦ ὅλου Pl.Smp.192e; opp. φυγή, Arist.EN1139a22, Epicur.Sent.25; δ. τῶν καλῶν Plu.2.550e.    II as law-term, prosecution, δίωξιν εἶναι κατὰ τῶν ἐλεγχθέντων IG12.10.10; δ. ποιεῖσθαι Antipho6.7, cf. D.45.50; δ. τῶν ἀδικούντων Plu.Per.10.

German (Pape)

[Seite 649] ἡ, das Verfolgen, Nachsetzen; Thuc. 3, 97; δίωξιν ποιεῖσθαι 8, 102; dah. – a) das Trachten wonach, neben ἐπιθυμία, Plat. Conv. 192 e; Ggstz φυγή Arist. eth. 6, 2; Plut. öfter. – b) das Anklagen; Dem. 47, 70; sowohl τῶν ἀδικούντων, der Uebelthäter, Plut. Pericl. 10, als τῆς κλοπῆς, des Diebstahls, ibd. 31.

Greek (Liddell-Scott)

δίωξις: -εως, ἡ, (διώκω) κυνήγιον, καταδίωξις, ἐπὶ προσώπων, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ νεῶν, Θουκ. 3. 33, κτλ.˙ δ. ποιεῖσθαι αὐτόθι 8. 102. 2) ἐπιδίωξις ἀντικειμένου ἢ σκοποῦ τινος, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ἐπιθυμία, Πλάτ. Συμπ. 192Ε˙ ἀντίθ. φυγή, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 2, 2˙ δ. τῶν καλῶν Πλούτ. 2. 550Ε. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταδίωξις, καταγγελία, δ. ποιεῖσθαι Ἀντιφῶν 142. 8, Δημ. 1116 ἐν τέλ.˙ δ. τῶν ἀδικούντων Πλούτ. Περικλ. 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
poursuite.
Étymologie: διώκω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Grafía: graf. δίοχσ- IG 13.14.11 (V a.C.)
I 1persecuciónἈλκίδας ... δεδιὼς τὴν δίωξιν Th.3.33, δίωξιν ποιεῖσθαι Th.8.102, Aen.Tact.16.11, ἐν ταύτῃ τῇ διώξει ... ἀπέθανον πολλοί X.An.3.4.5, cf. Luc.VH 1.18, I.BI 1.367, δίωξιν ἐπέσχεν Paus.4.16.8, D.C.Epit.8.3.12, cf. Philostr.VA 2.15, Longus 1.26.1, Hld.4.21.3
fig. c. gen. de abstr. τοῦ ὄλου Pl.Smp.192e, τῶν καλῶν Plu.2.550e.
2 impulso, apetencia op. φυγή como tendencia del ser vivo, Arist.EN 1139a22, Epicur.Sent.[5] 25, D.S.3.51.4, τῷ δὲ ψυχὴν ἔχοντι ἡ ἔφεσις τὴν δίωξιν ἐργάζεται Plot.6.7.26
c. gen. obj. δ. τινός γε ἄλλου Diog.Oen.70.1.13.
II jur. acusación, denuncia δίοχσιν δ' ɛ̄ναι κατὰ τōν ἐλεγχθέντον IG l.c., δίωξιν δ' ɛ̄ναι τῷ βολομένῳ IEryth.2A.5 (V a.C.), τὴν δίωξιν ... ποιεῖσθαι Antipho 6.7, cf. Aeschin.1.154, ὑπὲρ ὧν ἂν ἡ δ. ᾖ D.45.50, δ. τῶν ἀδικούντων Plu.Per.10.