δρήστης: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(Bailly1_2) |
(big3_12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui agit;<br /><b>2</b> énergique.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui agit;<br /><b>2</b> énergique.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=v. 1 [[δράστης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
Att. δράστης, ου, Dor. δράστας, α, ὁ,
A worker, Archil.72; θεράπων, οὐ δράστας as an attendant, not a slave, Pi.P.4.287; doer, actor, αὐτουργὸς καὶ δράστης Plb.12.25h.6. 2 as Adj., energetic, Man.5.85. II = δραπέτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, ion. u. ep. = δράστης, δρηστήρ, Archil. frg. 96. Bei Man. 5, 85 neben βίαιος, = δραστήριος.
Greek (Liddell-Scott)
δρήστης: -ου, Δωρ. δράστας, α, ὁ, ἐργάτης, ἐργαζόμενος, Ἀρχίλ. 67· θεράπων, οὐ δράστας, ὑπηρέτης, οὐχὶ δοῦλος, Πίνδ. Π. 4. 511 (ἴδε Dissen 287)· θῆλ. δρῆστις Ἀνθ. Π. 12. 73. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 427 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui agit;
2 énergique.
Étymologie: δράω.
Spanish (DGE)
v. 1 δράστης.