δυσπαράκλητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(6_15)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπαράκλητος''': -ον, [[ἀδυσώπητος]], ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.
|lstext='''δυσπαράκλητος''': -ον, [[ἀδυσώπητος]], ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[implacable]], [[inexorable]] τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.<i>AI</i> 16.151 (cód., v. [[δυσπαραίτητος]]), [[ἀτελεύτητος]] δὲ [[δυσαξίωτος]], δ. Sch.S.<i>OT</i> 334P., glos. a [[δυσπαραίτητος]] Sch.A.<i>Pr</i>.34D., [[ἀναίδεια]] Sch.Er.<i>Il</i>.1.225c.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράκλητος Medium diacritics: δυσπαράκλητος Low diacritics: δυσπαράκλητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparáklētos Transliteration B: dysparaklētos Transliteration C: dysparaklitos Beta Code: duspara/klhtos

English (LSJ)

ον,

   A inexorable, Sch.S.OT334; τὸ δ. τοῦ τρόπου J.AJ16.5.4 (v.l. δυσπαραιτ-).

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu besänftigen, Sp., wie Schol. Soph. O. R 336.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράκλητος: -ον, ἀδυσώπητος, ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.

Spanish (DGE)

-ον
implacable, inexorable τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.AI 16.151 (cód., v. δυσπαραίτητος), ἀτελεύτητος δὲ δυσαξίωτος, δ. Sch.S.OT 334P., glos. a δυσπαραίτητος Sch.A.Pr.34D., ἀναίδεια Sch.Er.Il.1.225c.