ψίω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=déchirer.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ψάω]].
|btext=déchirer.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ψάω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[ψίζω]] ΜΑ<br />[[τρέφω]], [[ταΐζω]] («ψίσαι<br />ψωμίσαι», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μασώ]] («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται [[πύρνον]] γνάθῳ», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτύνω]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ωρίωνα) «ψίω<br />[[ποτίζω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό -<i>ῑ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πρίω]], [[χνίω]], [[χρίω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] του ρ. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. <b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψίω Medium diacritics: ψίω Low diacritics: ψίω Capitals: ΨΙΩ
Transliteration A: psíō Transliteration B: psiō Transliteration C: psio Beta Code: yi/w

English (LSJ)

   A v. ψίζω.

German (Pape)

[Seite 1401] seltnere Nebenform von ψάω, ψέω, ψήχω, zerreiben; bes. zermalmen, dah. auch zerkauen, ψίσεται πύρνον γνάθῳ Lyc. 639; ἐψισμένος Antp. Th. 53 (IX, 302); ἐψίσθη erkl. Hesych. ἀπέθανεν. – Aber λευκῷ σ' ἔψισα γάλακτι Euphor. Ir. 51 ist = tränken, wie Orion ψίω durch ποτίζω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ψίω: ἴδε ἐν λ. ψίζω.

French (Bailly abrégé)

déchirer.
Étymologie: cf. ψάω.

Greek Monolingual

και ψίζω ΜΑ
τρέφω, ταΐζω («ψίσαι
ψωμίσαι», Φώτ.)
αρχ.
1. μασώ («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ», Λυκόφρ.)
2. λεπτύνω
3. (κατά τον Ωρίωνα) «ψίω
ποτίζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό - (πρβλ. πρίω, χνίω, χρίω). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα του ρ. ψήω / ψῆν (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. βλ. λ. ψήω)].