χρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[χρώς]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[χρώς]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[χρωννύω]], ΜΑ<br /><b>1.</b> [[χρωματίζω]], [[βάφω]], [[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε [[κάτι]] (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «τεχνητὸν [[ἔρευθος]] αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με λόγο) [[προσδίδω]] [[ιδιαιτερότητα]] στο ύφος («[[εἶτα]] ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ [[κάλλος]], καὶ χρωννύτω τῇ λέξει», λουκιαν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χρώσειν<br />μολύνειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχικοί τ. του ρηματ. [[αυτού]] συστήματος [[είναι]] οι τ. του παθ. αορ. <i>ἐ</i>-<i>χρώσ</i>-<i>θην</i> και του παθ. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>χρωσμαι</i>, σχηματισμένοι από το θ. <i>χρωσ</i>-<i>της</i> λ. [[χρώς]], από τους οποίους προήλθαν οι τ. της ενεργητικής φωνής <i>χρώσω</i>, <i>ἔχρωσα</i>, <i>ἐπι</i>-<i>κέχρωκα</i> και στη [[συνέχεια]] ο ενεστ. σε -<i>ννυμι</i>/-<i>νύω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρώννῡμι Medium diacritics: χρώννυμι Low diacritics: χρώννυμι Capitals: ΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: chrṓnnymi Transliteration B: chrōnnymi Transliteration C: chronnymi Beta Code: xrw/nnumi

English (LSJ)

   A = χρῴζω (i.e. apply χρῶμα IV.2), τῇλέξει Luc.Hist.Conscr. 48:—Pass., Steph.in Hp.1.165; χρωννύω, = χρῴζω, Alex.Aphr. in de An.45.16, Lib.Decl.7.7.

German (Pape)

[Seite 1383] u. χρωννύω, 1) färben, Luc. imagg. 7 conscr. hist. 48; dah. – 2) beflecken, besudeln, Sp. – S. χρώζω.

Greek (Liddell-Scott)

χρώννῡμι: χρώζω, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 48· χρωνύω, Λιβάν.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
colorer, teindre.
Étymologie: χρώς.

Greek Monolingual

και χρωννύω, ΜΑ
1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν.
β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.)
2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ κάλλος, καὶ χρωννύτω τῇ λέξει», λουκιαν.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «χρώσειν
μολύνειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικοί τ. του ρηματ. αυτού συστήματος είναι οι τ. του παθ. αορ. -χρώσ-θην και του παθ. παρακμ. κέ-χρωσμαι, σχηματισμένοι από το θ. χρωσ-της λ. χρώς, από τους οποίους προήλθαν οι τ. της ενεργητικής φωνής χρώσω, ἔχρωσα, ἐπι-κέχρωκα και στη συνέχεια ο ενεστ. σε -ννυμι/-νύω].