αλλαντοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀλλαντοπώλης]])<br />αυτός που πουλάει [[αλλαντικά]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[ἀλλαντοπώλης]])<br />αυτός που πουλάει [[αλλαντικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλᾶς]] (-<i>ᾶντος</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλλαντοπωλῶ</i><br />(νεοελλ. [[αλλαντοπωλείο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α ἀλλαντοπώλης)
αυτός που πουλάει αλλαντικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + -πώλης < πωλῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλαντοπωλῶ
(νεοελλ. αλλαντοπωλείο].