ἀπόβρασμα: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apovrasma
|Transliteration C=apovrasma
|Beta Code=a)po/brasma
|Beta Code=a)po/brasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is thrown off</b>, <span class="bibl">Alex.Trall.<span class="title">Febr.</span> 6</span>; <b class="b2">scum</b>, Hsch.; <b class="b2">chaff</b>, Id., Suid.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[that which is thrown off]], Alex.Trall.''Febr.'' 6; [[scum]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[chaff]], Id., Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[desperdicio]], [[heces]] τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22<br /><b class="num"></b>[[cascabillo]] Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.<br /><b class="num">2</b> [[borboteo]] del agua, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόβρασμα''': το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς [[κάχλασμα]]· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103.
|lstext='''ἀπόβρασμα''': το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς [[κάχλασμα]]· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[desperdicio]], [[heces]] τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22<br /><b class="num">•</b>[[cascabillo]] Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.<br /><b class="num">2</b> [[borboteo]] del agua, Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀπόβρασμα]])<br />με μειωτική [[σημασία]]) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, [[κάθαρμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αφέψημα]], [[εκχύλισμα]].
|mltxt=το (AM [[ἀπόβρασμα]])<br />με μειωτική [[σημασία]]) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, [[κάθαρμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αφέψημα]], [[εκχύλισμα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβρασμα Medium diacritics: ἀπόβρασμα Low diacritics: απόβρασμα Capitals: ΑΠΟΒΡΑΣΜΑ
Transliteration A: apóbrasma Transliteration B: apobrasma Transliteration C: apovrasma Beta Code: a)po/brasma

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is thrown off, Alex.Trall.Febr. 6; scum, Hsch.; chaff, Id., Suid.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 desperdicio, heces τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22
cascabillo Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.
2 borboteo del agua, Hsch.

German (Pape)

[Seite 298] τό, Schaum, Auswurf, Nach VLL. Kleie, τὰ σκύβαλα τῶν πυρῶν od. τὰ πίτυρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβρασμα: το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς κάχλασμα· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόβρασμα)
με μειωτική σημασία) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, κάθαρμα
αρχ.-μσν.
αφέψημα, εκχύλισμα.