αγέλη: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀγέλη]])<br /><b>1.</b> [[πλήθος]] ομοειδών ζώων που ζουν και βόσκουν [[μαζί]], [[κοπάδι]]<br />αρχικά λεγόταν [[κυρίως]] για τα βόδια και τις αγελάδες, αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα ζώα (άλογα, κατσίκες, πρόβατα κ.λ.π.)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[πλήθος]], [[ομάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων που κινούνται και ενεργούν [[χωρίς]] [[τάξη]], «[[μπουλούκι]]»<br /><b>2.</b> [[ομάδα]] προσκόπων ηλικίας [[οκτώ]] έως έντεκα ετών, της οποίας τα [[μέλη]] ονομάζονται «λυκόπουλα»<br /><b>αρχ.</b><br />[[πληθώρα]], [[συσσώρευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>, με [[επίθημα]] -<i>λ</i>. Επίθημα -<i>l</i> εμφανίζεται [[επίσης]] στη Λατινική, π.χ. <i>agilis</i> (= [[ζωηρός]], γρήγορος), <i>agolam</i> (= [[αγκλίτσα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγεληδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγελάζομαι]], [[ἀγελαῖος]], [[ἀγέληθεν]], [[ἀγελικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀγελάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγελάδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγέλαρχος]], [[ἀγελάτης]], [[ἀγελοκόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγεληλάτης]], [[αγελόβιος]], [[αγελόμαντρα]].
|mltxt=η (Α [[ἀγέλη]])<br /><b>1.</b> [[πλήθος]] ομοειδών ζώων που ζουν και βόσκουν [[μαζί]], [[κοπάδι]]<br />αρχικά λεγόταν [[κυρίως]] για τα βόδια και τις αγελάδες, αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα ζώα (άλογα, κατσίκες, πρόβατα κ.λ.π.)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[πλήθος]], [[ομάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων που κινούνται και ενεργούν [[χωρίς]] [[τάξη]], «[[μπουλούκι]]»<br /><b>2.</b> [[ομάδα]] προσκόπων ηλικίας [[οκτώ]] έως έντεκα ετών, της οποίας τα [[μέλη]] ονομάζονται «λυκόπουλα»<br /><b>αρχ.</b><br />[[πληθώρα]], [[συσσώρευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>, με [[επίθημα]] -<i>λ</i>. Επίθημα -<i>l</i> εμφανίζεται [[επίσης]] στη Λατινική, π.χ. <i>agilis</i> (= [[ζωηρός]], γρήγορος), <i>agolam</i> (= [[αγκλίτσα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγεληδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγελάζομαι]], [[ἀγελαῖος]], [[ἀγέληθεν]], [[ἀγελικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀγελάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγελάδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγέλαρχος]], [[ἀγελάτης]], [[ἀγελοκόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγεληλάτης]], [[αγελόβιος]], [[αγελόμαντρα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀγέλη)
1. πλήθος ομοειδών ζώων που ζουν και βόσκουν μαζί, κοπάδι
αρχικά λεγόταν κυρίως για τα βόδια και τις αγελάδες, αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα ζώα (άλογα, κατσίκες, πρόβατα κ.λ.π.)
2. κάθε πλήθος, ομάδα
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που κινούνται και ενεργούν χωρίς τάξη, «μπουλούκι»
2. ομάδα προσκόπων ηλικίας οκτώ έως έντεκα ετών, της οποίας τα μέλη ονομάζονται «λυκόπουλα»
αρχ.
πληθώρα, συσσώρευση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω, με επίθημα -λ. Επίθημα -l εμφανίζεται επίσης στη Λατινική, π.χ. agilis (= ζωηρός, γρήγορος), agolam (= αγκλίτσα).
ΠΑΡ. ἀγεληδόν
αρχ.
ἀγελάζομαι, ἀγελαῖος, ἀγέληθεν, ἀγελικός
μσν.
ἀγελάς
νεοελλ.
αγελάδα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγέλαρχος, ἀγελάτης, ἀγελοκόμος
νεοελλ.
αγεληλάτης, αγελόβιος, αγελόμαντρα.