αφιερώνω: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἀφιερῶ, -όω) [[ιερώ]]<br />[[προσφέρω]], [[χαρίζω]] [[κάτι]] στον θεό σε [[ένδειξη]] [[τιμής]] και ευγνωμοσύνης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ([[συνήθως]] [[έργο]] δικό μου) σε [[ένδειξη]] σεβασμού ή αγάπης<br /><b>2.</b> <i>αφιερώνομαι</i> (ή [[αφιερώνω]] τον εαυτό μου ή την [[προσοχή]] μου σε κάποιον ή [[κάτι]])<br />επιδίδομαι, προσφέρομαι [[ολόψυχα]], με ζήλο<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>αφιερωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>- α) αυτός που έχει αφιερωθεί [[κάπου]] ή σε κάποιον<br />β) (στη Φιλική Εταιρεία) [[βαθμός]] στρατιωτικού αρχηγού [[ανώτερος]] από τον βαθμό του «ποιμένος» <br />γ) <b>ως ουσ.</b> [[μέλος]] χριστιανικής οργάνωσης που έχει αφιερώσει τον εαυτό του στον Θεό και στην Εκκλησία, μένει [[άγαμος]] και ζει σε [[κοινόβιο]], [[μέσα]] στην [[πόλη]], [[κοσμοκαλόγερος]]<br />(αρχ.μσν.)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ιερό]], [[καθαγιάζω]], [[καθοσιώνω]]<br /><b>2.</b> <i> | |mltxt=(AM ἀφιερῶ, -όω) [[ιερώ]]<br />[[προσφέρω]], [[χαρίζω]] [[κάτι]] στον θεό σε [[ένδειξη]] [[τιμής]] και ευγνωμοσύνης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ([[συνήθως]] [[έργο]] δικό μου) σε [[ένδειξη]] σεβασμού ή αγάπης<br /><b>2.</b> <i>αφιερώνομαι</i> (ή [[αφιερώνω]] τον εαυτό μου ή την [[προσοχή]] μου σε κάποιον ή [[κάτι]])<br />επιδίδομαι, προσφέρομαι [[ολόψυχα]], με ζήλο<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>αφιερωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>- α) αυτός που έχει αφιερωθεί [[κάπου]] ή σε κάποιον<br />β) (στη Φιλική Εταιρεία) [[βαθμός]] στρατιωτικού αρχηγού [[ανώτερος]] από τον βαθμό του «ποιμένος» <br />γ) <b>ως ουσ.</b> [[μέλος]] χριστιανικής οργάνωσης που έχει αφιερώσει τον εαυτό του στον Θεό και στην Εκκλησία, μένει [[άγαμος]] και ζει σε [[κοινόβιο]], [[μέσα]] στην [[πόλη]], [[κοσμοκαλόγερος]]<br />(αρχ.μσν.)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ιερό]], [[καθαγιάζω]], [[καθοσιώνω]]<br /><b>2.</b> <i>ἀφιεοῦμαι</i><br />εξαγνίζομαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:20, 24 October 2020
Greek Monolingual
(AM ἀφιερῶ, -όω) ιερώ
προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης
νεοελλ.
1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης
2. αφιερώνομαι (ή αφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι)
επιδίδομαι, προσφέρομαι ολόψυχα, με ζήλο
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) αφιερωμένος, -η, -ο- α) αυτός που έχει αφιερωθεί κάπου ή σε κάποιον
β) (στη Φιλική Εταιρεία) βαθμός στρατιωτικού αρχηγού ανώτερος από τον βαθμό του «ποιμένος»
γ) ως ουσ. μέλος χριστιανικής οργάνωσης που έχει αφιερώσει τον εαυτό του στον Θεό και στην Εκκλησία, μένει άγαμος και ζει σε κοινόβιο, μέσα στην πόλη, κοσμοκαλόγερος
(αρχ.μσν.)
1. κάνω κάτι ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω
2. ἀφιεοῦμαι
εξαγνίζομαι.