αυτόδιον: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτόδιον]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[ευθύς]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άπαξ ειρημένη λ. (Οδ. θ. 449), που μπορεί να [[είναι]] επίρρ. ή επίθ. στην [[αιτιατική]]. Η αρχαία [[ερμηνεία]] της λ. [[είναι]] «εξ αυτής της οδού ελθόντα (ή εληλυθότα)» με αρχικό τ. <i>αυθόδιον</i>, ο [[οποίος]] έχει υποστεί [[ψίλωση]]. Σύμφωνα όμως με [[άλλη]] [[υπόθεση]], η λ. προέρχεται από <i>αυτοδιFον</i>, <i>με</i> [[αναγωγή]] στο <i>αυτ</i>-[[ήμαρ]] «την [[ίδια]] [[μέρα]]» και στο αρχ. ινδ. <i>sa</i>-<i>divah</i> «[[ευθύς]], [[αμέσως]]», του οποίου το β' συνθετικό εμφανίζει θ. <i>div</i>- ( | |mltxt=[[αὐτόδιον]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[ευθύς]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άπαξ ειρημένη λ. (Οδ. θ. 449), που μπορεί να [[είναι]] επίρρ. ή επίθ. στην [[αιτιατική]]. Η αρχαία [[ερμηνεία]] της λ. [[είναι]] «εξ αυτής της οδού ελθόντα (ή εληλυθότα)» με αρχικό τ. <i>αυθόδιον</i>, ο [[οποίος]] έχει υποστεί [[ψίλωση]]. Σύμφωνα όμως με [[άλλη]] [[υπόθεση]], η λ. προέρχεται από <i>αυτοδιFον</i>, <i>με</i> [[αναγωγή]] στο <i>αυτ</i>-[[ήμαρ]] «την [[ίδια]] [[μέρα]]» και στο αρχ. ινδ. <i>sa</i>-<i>divah</i> «[[ευθύς]], [[αμέσως]]», του οποίου το β' συνθετικό εμφανίζει θ. <i>div</i>- ([[πρβλ]]. [[Ζευς]], λατ. <i>di</i><i>ē</i><i>s</i> «[[ημέρα]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:27, 23 August 2021
Greek Monolingual
αὐτόδιον επίρρ. (Α)
ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άπαξ ειρημένη λ. (Οδ. θ. 449), που μπορεί να είναι επίρρ. ή επίθ. στην αιτιατική. Η αρχαία ερμηνεία της λ. είναι «εξ αυτής της οδού ελθόντα (ή εληλυθότα)» με αρχικό τ. αυθόδιον, ο οποίος έχει υποστεί ψίλωση. Σύμφωνα όμως με άλλη υπόθεση, η λ. προέρχεται από αυτοδιFον, με αναγωγή στο αυτ-ήμαρ «την ίδια μέρα» και στο αρχ. ινδ. sa-divah «ευθύς, αμέσως», του οποίου το β' συνθετικό εμφανίζει θ. div- (πρβλ. Ζευς, λατ. diēs «ημέρα»)].